Κ. Τσιρόπουλος, περ. ΕΥΘΥΝΗ – 1988
–
Βαρόμετρο – ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Σε κάποιαν από τις τόσο συμπαθείς περιφερειακές αίθουσες εκθέσεων , στην “Χρυσόθεμι” του Χαλανδρίου, εγνώρισα με αληθινή ευχαρίστηση την εργασία ενός νέου ζωγράφου, του Ν. Ο ι κ ο ν ο μ ί δ η. Μιά πρώτη εμφάνιση που εντυπωσιάζει με τόσην ωριμότητα και τέτοια πειθαρχία στο σχέδιο και , κυριότατα, στο χρώμα. Πού ήταν κρυμμένος τόσα χρόνια ένας τόσο προικισμένος ζωγράφος , απορώ.
Ωστόσο, τα έργα που παρουσίασε μας αποζημιώνουν : πίνακες δομημένοι με αυστηρότητα ταλέντου , με μιά υψηλή , αρμονικά εκφρασμένη αίσθηση δομής , όπου λειτουργεί μιά ματιά χρωματικά σεμνή , ματιά θεμελιακά κυβιστική. Ο σύγχρονος ορατός κόσμος ως έργο του ανθρώπου κυρίως , όχι ως έργο Θεού , είναι η σταθερή έγνοια του Οικονομίδη.
Εργοστάσια ,πολυκατοικίες , σώριασμα οικοδομών με σίδερα, κεραίες της τηλεόρασης, θρίαμβο του τσιμέντου, ναυπηγεία με την υγρή τους λαμπερότητα, – ένας κόσμος αφιλόξενος, ακατοίκητος, που σου σφίγγει την καρδιά. Κάτω από ένα φως μεσογειακής ευκρίνειας και με τόνους χρωματικούς εξαιρετικής ευγένειας , το σύμπαν του Οικονομίδη μας στέλνει ένα σκληρό μήνυμα βουβαμάρας — έστω κι αν σ’ όλα του τα έργα επισημαίνουμε τα ίχνη του ανθρώπου, την εργασία του και το πέρασμά του. Η δουλειά τού ζωγράφου είναι γεμάτη ψυχή και στοχαστικότητα που υπηρετούνται από το σταθερό του χέρι, την σίγουρη πινελιά του και μιά κατάδηλη μελαγχολία που περπατεί στα γαλάζια του χρώματα, στους φουσκωμένους , μετακυβιστικούς ουρανούς του, σ’ αυτόν τον μέγα και μικρό κόσμο , όπου το μίνιο του μεγάλου πίνακα “Ναυπηγεία” δεσπόζει σαν ανοιχτή πληγή.
Σημειώστε τ’ όνομα του Οικονομίδη. Η πορεία του θα είναι ανοδική , χωρίς ταλαντεύσεις.
–
Κώστας Ε. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
Περιοδικό “Ε Υ Θ Υ Ν Η” τεύχος 197 Μάϊος 1988
Στ. Κουτσούνης, δελτίο Σχολής Ι .Μ. Παναγιωτόπουλου – 1999
Περιοδικό δελτίο
τεύχος 23, Σεπτέμβριος 1999 (σελ. 32)
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗΣ
–
Ο ΜΕΤΕΩΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Με την ευγενική χορηγία της Σχολής Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, πραγματοποιήθηκε κατά τον μήνα Μάιο του τρέχοντος έτους η έκτη ατομική έκθεση ζωγραφικής του Νίκου Οικονομίδη στην Αίθουσα Τέχνης ΑΓΚΑΘΙ.
Αν στις προηγούμενες εργασίες του Οικονομίδη απουσίαζαν παντελώς οι ανθρώπινες φιγούρες – ο ζωγράφος εκινείτο ανάμεσα σε ‘τοπία’ της πόλης και σε νεκρές φύσεις– κέντρο στην τελευταία του ζωγραφική κατάθεση είναι ακριβώς ο άνθρωπος, θα έλεγα ο σύγχρονος άνθρωπος στις παραμονές ενός νέου αιώνα.
Η δύναμη της ζωγραφικής του Οικονομίδη βρίσκεται στην ικανότητα του ζωγράφου να αποτυπώνει στα πρόσωπα των ανθρώπων που ζωγραφίζει την εσωτερικότητά τους, την ψυχή τους. Όλοι σχεδόν οι πίνακές του αποτελούν σχόλια πάνω στην εσωτερικότητα, μια προσπάθεια ανάδειξης των εσωτερικών τοπίων του ανθρώπου.
Χωρίς αμφιβολία ο καλλιτέχνης, ως ευαίσθητος δέκτης των χαρακτηριστικών της εποχής του, φαίνεται πως όχι μόνο βιώνει πολλά από τα αμαρτήματα του σύγχρονου πολιτισμού αλλά και υποφέρει από αυτά. Όλη αυτή η βασανιστική πάλη ανάμεσα στο είναι και στο δέον, η αγωνία ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο γεννά στην ψυχή του ζωγράφου την επιθυμία ή καλύτερα την αναγκαιότητα της έκφρασης.
Οι ανθρωπογραφίες του Οικονομίδη εμφανίζονται με μια διάσταση κατακερματισμού, όπως κατακερματισμένη είναι και η εποχή στην οποία ζούμε. Τα σώματα είναι διαμελισμένα, οι φιγούρες του πάσχουν από μοναξιά και αλλοτρίωση, η αποξένωση είναι εμφανής: οι άνθρωποι συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο-πίνακα χωρίς να διασταυρώνουν καν το βλέμμα τους. Φαίνεται σαν να κοιτάζουν το κενό, σαν να μην κοιτάζουν πουθενά. Είναι βυθισμένοι στο εγώ τους, τείχη πελώρια υψώνονται γύρω τους, το εμείς δε λειτουργεί. Κάποιες φορές το πρόσωπο είναι κενό, άδειο, όπως άδεια είναι και η ψυχή. Μια ιδιότυπη θλίψη τους κατακλύζει. Η μνήμη δεν τους βοηθάει. Είναι κι εκείνη γκρίζα, κενή. Τα σύννεφα οδηγούν σε μια σκοτεινιά μέσα και έξω. Η κόπωση, σωματική και ψυχική, είναι ορατή. Ο έρωτας ή έχει πεθάνει ή δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Το αδιέξοδο θριαμβεύει.
Από πλευράς τεχνοτροπίας είναι φανερό ότι ο Οικονομίδης δεν έχει απομακρυνθεί από τον προσφιλή του κυβισμό και τον Picasso. Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν στον πίνακά του με τον τίτλο Μοναχικές καταστάσεις αποτελούν μια σαφή αναφορά αλλά και τιμή στον μεγάλο δάσκαλο. Ο κυβιστικός βέβαια χαρακτήρας των έργων του Οικονομίδη εμβολιάζεται από έναν εξπρεσιονιστικό ρεαλισμό με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται το προσωπικό ύφος του καλλιτέχνη.
Αναμφισβήτητα, όπως γράφει και ο Γ. Γραμματικάκης στο βιβλίο του Η Κόμη της Βερενίκης, «καθώς ο εικοστός αιώνας – αιώνας της επιστήμης αλλά και βίαιων ανακατατάξεων– πλησιάζει στο τέλος του, μια νέα κατηγορία, ένας νέος άνθρωπος διαμορφώνεται: ο μετέωρος άνθρωπος». Και ο Οικονομίδης μέσα από την τέχνη του αυτόν ακριβώς τον άνθρωπο ζωγραφίζει.
–
Στάθης Κουτσούνης
Π. Ζουμπουλάκης, «αυτός ο κάποιος άλλος είσαι εσύ» – 1999
–
Αυτός ο κάποιος άλλος είσαι εσύ…
Δεν μ’αρέσουν οι αναλύσεις οι βαθυστόχαστες σαν αυτές που γράφουν οι θεωρητικοί τέχνης κ.ά., από την άλλη, δεν έχω την ικανότητα άλλης προσέγγισης πέραν αυτής του ζωγράφου και φίλου και έτσι θα προσπαθήσω.
Φίλε Νίκο, θέλεις να γράψω ή να περιγράψω;
Λένε ότι η εικόνα είναι χίλιες λέξεις.
Όποιος βλέπει τα έργα αυτά δεν έχει ανάγκη περιγραφής. Είναι σχόλια πάνω στη ζωή.
Βιώματα σωρευτικά και «άτακτα» πλημμυρίζουν με επιμονή τις εικόνες σου, να μπουν και αυτά στο πλάνο, (κάποια φίλη που τα είδε τα ονόμασε «ευαίσθητη φλυαρία». Καλό!)
Πίσω από ασφυκτικά γεμάτους χώρους βασανιστική η ανάγκη της ερωτικής συνύπαρξης ορθώνεται με τη μορφή γυμνού που καλεί και προκαλεί.
Σιωπηλές μορφές φυλακίζουν την φαντασία τους μέσα από μια πανδαισία αντικειμένων που τους περιορίζουν τον ορίζοντα.
Κάπου στο βάθος, οι «Δεσποινίδες της Αβινιόν» έμμεση αναφορά στον κυβισμό. Μα όλα στη ζωή μας δεν είναι ένας κύβος;
Απ’το δωμάτιο μέχρι την TV. Η ύπαρξή μας όλη είναι εγγεγραμμένη σ’ένα κύβο.
Διαμελισμός σωμάτων και αντικειμένων. Horror vacui. (Πότε θα αρχίσεις να αφαιρείς;).
Το τοπίο αχνοφαίνεται πού και πού σαν ξέφωτο, μα είναι κι αυτό αστικό. (Ε, τώρα μη μου πεις ότι ο Υμηττός είναι ύπαιθρο;).
Το μέσα και το έξω μπερδεύονται όπως στη σιδερένια «λογική» του ονείρου.
Και τα ζευγάρια «στον κόσμο τους» σ’ένα σιωπηλό ατέρμονα διάλογο-μονόλογο χωρίς να κοιτάζονται…
–
Πέτρος Ζουμπουλάκης, ζωγράφος 1999
Γ. Κοντός, ένας άνθρωπος κλεισμένος στην πόλη… – 2001
–
Ένας άνθρωπος κλεισμένος στην πόλη με τα χρώματα νωπά
Κοιτάζοντας τη ζωγραφική του Νίκου Οκονομίδη, αντιλαμβάνεσαι τις δυνατότητες του ματιού, να σπάσει, να συνθέσει τον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Στην αρχή αποτυπώνει ζωντανά και ακίνητα μέρη της πόλης και εσωτερικούς χώρους που μετακινούνται προς τα έξω και παίζουν ρόλο στην ύφανση του χώρου. Παλιά σπίτια που αναπνέουν και μετακινούνται τη νύχτα. Με χρώματα (τότε): γκρι, μπλε, καφέ του νέφους, κόκκινα, κίτρινα. Με χρώματα (τώρα) : βαθύ ούλτρα μαρίν, κόκκινο του καδμίου, βαθύ κίτρινο της Νάπολης, μπλε κοβαλτίου. Πρόσωπα, γυναίκες γυμνές και στο βάθος τα νησιά: η Πάρος, η Αίγινα και ο ουρανός που αντανακλά τη θάλασσα και τα σπλάχνα του, που ποτέ δεν ησυχάζουν, όπως τα ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού.
Ο καλλιτέχνης έχει συνέχεια από τον κυβισμό. Από πίσω είναι το μάθημα του Βαν Γκογκ, του Μπρακ, του Ματίς. Και φυσάει ένας αέρας και παρασύρει πόλεις, γωνίες, πλατείες. Συστέλλοντας, διαστέλλοντας και αφήνουν τα αποτυπώματα μιας πολυεδρικότητας.
Στους περισσότερους πίνακές του υπάρχει το δάπεδο, με τα παλιά μπλε πλακάκια. Ένα σκάκι θανάτου. ΄Οπου η ζωή και η Τέχνη ζητάει να κερδίσει το μερτικό της. Παχιές πινελιές δημιουργούν γυναίκες σε μια διάθεση ρεμβασμού, σε σχέση με το σπίτι, τον άντρα, το σώμα, τα μαλλιά και τα επέκεινα. Αλλού λουόμενοι και λουόμενες να ατενίζονται με ηρεμία και οι σκάλες να οδηγούν στον ουρανό.
Κάπου εδώ, κάπου εκεί καραδοκεί ο Νίκος Εγγονόπουλος με πινέλα και ποιήματα. Ένα ζευγάρι κοιτάζει από τον καναπέ – μάλλον τηλεόραση- ο κυβισμός των σωμάτων του δωματίου δείχνει ώρα γύρω στη δεκάτη νυχτερινή. Αλήθεια πώς μιλάει μια γυναίκα με χρώματα του γυμνού σώματος, με τη θάλασσα και το οβάλ του νησιωτικού σπιτιού που την περιβάλλει.
Αλλού ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος με τις ιστορίες των βιβλίων του. Με τσιγάρα που ο συγγραφέας τα καπνίζει ακόμη. Καίει η καύτρα του και οι αναμνήσεις του. Βλέπω αλλού μια Θεσσαλονίκη με το Γεντί Κουλέ , το Χορτιάτη και όλα τα βυζαντινά να μας συμπαραστέκονται. Τα χρώματα, ανοίγουν – κλείνουν και μας συνεπαίρνουν. Χωρίς οίκτο η θάλασσα μας περιβάλλει.
Μπαίνει παντού.΄Ερπει και χάρτινα καραβάκια ταξιδεύουν. Πολλές γυναίκες ατενίζουν τη θάλασσα και περιμένουν ντυμένες στα λευκά, στα αρχαία. Μία όμως σπάει την ηρεμία, φωνάζει στον πίνακα ντυμένη στα κόκκινα. Θα σε περιμένω λένε τα χρώματα και το γαλάζιο των ματιών σου. Η πόλη είναι παντού και ως θόρυβος και ως ησυχία (μεσημεριού) και ως μέγεθος και σαν μεγάλο γκρι. Εκείνο όμως το πλακάκι (μία άσπρο, μία μαύρο, μία μπλε) σαν μόνιμο μοτίβο είναι μια μουσική που μας ακολουθεί και μας προσκαλεί σ’ ένα παιχνίδι που δεν τελειώνει ποτέ.
–
Γιάννης Κοντός Δεκέμβριος 2001
Αναδημοσίευση από το βιβλίο του ποιητή Γιάννη Κοντού «ΤΑ ΕΥΓΕΝΗ ΜΕΤΑΛΛΑ» τόμος ΙΙ Κέδρος 2005
Σ. Μπέϊκερ, για την έκθεσή του στο Μπρίστολ – 2001
–
ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ART GARDEN GALLERY ΣΤΟ ΜΠΡΙΣΤΟΛ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ
Δεν χρειάζεται να κοιτάξουμε πολύ βαθιά για να βρούμε τις Ελληνικές επιρροές στην τέχνη και στην αρχιτεκτονική της πόλης μας. Βρίσκουμε ελληνικές παραστάσεις στα διαφημιστικά των ελληνικών εστιατορίων, στην αρχιτεκτονική των Victoria Rooms, έχουμε ακόμα κι ένα αντίγραφο της ζωοφόρου του Παρθενώνα.
Αλλά τα πράγματα λειτουργούν και αμφίδρομα και έτσι στην Αθήνα, η δουλειά ενός καταξιωμένου καλλιτέχνη έχει επηρεαστεί βαθιά από τα χρόνια που πέρασε στο Μπρίστολ στη δεκαετία του ’70 και πολλά από τα έργα του εμπεριέχουν εικόνες της πόλης μας.
Ο Νίκος Οικονομίδης γεννήθηκε στον Πειραιά, το λιμάνι της Αθήνας, το 1953 και πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής και σχεδίου στο εργαστήρι του Γιώργου Βογιατζή προτού έρθει στο Μπρίστολ το1972. Παρακολούθησε προπαρασκευαστικά μαθήματα στο Filton College και θεωρεί τους καθηγητές του Pat Farrell και Mervyn Payne παραγωγικές επιρροές στη ζωγραφική του. Εκτός κολλεγίου, ο Νίκος αφομοίωσε τα εργοστασιακά τοπία και τα αεροδρόμια του Φίλτον και την ξεθωριασμένη μεγαλοπρέπεια της περιοχής Georgian Clifton όπου και έμενε τότε στην οδό Pembroke.
To 1973, o Νίκος έγινε δεκτός στο φημισμένο Slade School of Fine Arts στο Λονδίνο, και κατόπιν γύρισε στην Αθήνα απ’όπου και δουλεύει σε δικό του στούντιο από τότε. Πρόκειται για έναν καταξιωμένο καλλιτέχνη στην Αθήνα, είναι μέλος του Ε.Ε.Τ.Ε. και έχει κάνει αρκετές ατομικές εκθέσεις, ενώ ταυτόχρονα συνεργάστηκε με εκδοτικούς οίκους για τους οποίους φιλοτέχνησε εξώφυλλα βιβλίων.
Ο Νίκος θεωρεί την χρονιά που πέρασε στο Μπρίστολ αποφασιστικής σημασίας και οι εικόνες από εκείνη την περίοδο συνεχίζουν να φιγουράρουν σε πολλά από τα έργα του. Το 1992, μετά από μια δυνατή επιθυμία να επιστρέψει στις καλλιτεχνικές του ρίζες, ήρθε σε επαφή με τις παλιές του γνωριμίες στο Filton College ελπίζοντας να βρει κάποια παλιά ίχνη της δουλειάς του. Ενθουσιάστηκε όταν έμαθε ότι τέσσερα τεράστια έργα του, θεωρήθηκαν τόσο εξαιρετικά από τους τότε καθηγητές του που βρίσκονταν ακόμα κρεμασμένα στους τοίχους του Shield House παραμένοντας πηγές έμπνευσης για τους κατοπινούς σπουδαστές για περισσότερα από 20 χρόνια ! Ο Νίκος πήγε αμέσως στο Μπρίστολ για να τα πάρει πίσω και για να επισκεφτεί τον τόπο όπου δημιουργήθηκαν. Αυτό έγινε λίγους μόνο μήνες πριν το Shield House κατεδαφιστεί για να δώσει τη θέση του στο καινούργιο εμπορικό κέντρο.
Ο Νίκος ήταν τόσο αποφασισμένος να εκπληρώσει το καλλιτεχνικό του χρέος στο Filton καθώς και να ξαναγυρίσει στις καλλιτεχνικές του ρίζες, που αποφάσισε να πραγματοποιήσει μία έκθεση στην πόλη του Μπρίστολ. Τα τελευταία χρόνια, δημιούργησε μια σειρά έργων στα οποία οι δύο κόσμοι της Αθήνας και του Μπρίστολ συνυπάρχουν. Η έκθεση της δουλειάς αυτής θα παρουσιαστεί στην Art Garden Gallery (17, Lower Redland Road) από τις 8 ως τις 29 Σεπτεμβρίου 2001.
Τα έργα του είναι συνήθως μεγάλα σε μέγεθος (τουλάχιστον 60Χ100 cm ) και μεταφέρουν τον θεατή τους σε έναν κόσμο αδιαμφισβήτητα Ελληνικό. Το μπλε της θάλασσας, το άσπρο των σπιτιών είναι εικόνες που έχουμε όλοι μας για την Ελλάδα από τους τουριστικούς οδηγούς και τις αλλοτινές καλοκαιρινές μας εξορμήσεις. Η Ελληνική Μυθολογία είναι πάντα παρούσα με τη μορφή του Θησέα, του Μινώταυρου ή της νωθρής Αφροδίτης. Και σ’αυτό το καθαρά ελληνικό τοπίο, έκπληκτοι διακρίνουμε εικόνες του Μπρίστολ – τα Victoria Rooms, το (σύντομα κατεδαφίσιμο) μεγαλόπρεπο οικοδόμημα του Filton College της δεκαετίας του ’60, ένα τυπικό αγγλικό σπίτι ή ακόμη και πρόσωπα εύκολα αναγνωρίσιμα στο προσωπικό της Σχολής Καλών Τεχνών του Filton στη δεκαετία του ΄70.
Αλλά αυτά είναι πολύ πιο υποβλητικά τοπία. Διακρίνουμε μια αίσθηση αιωνιότητας στην «Νοσταλγία» όπου βλέπουμε μια ομάδα ανθρώπων να αγναντεύουν και να συζητούν πάνω σε μια πλατφόρμα. Είναι άραγε Θεοί του Ολύμπου, σύγχρονοι Αθηναίοι που βολτάρουν στο λιμάνι του Πειραιά ή μήπως μαθητές της δεκαετίας του ’70 που συζητάνε στα σκαλάκια του Shield House; Οι αντιπαραθέσεις και οι αντιθέσεις είναι ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του Νίκου. Στον πίνακα «Η πίστη σε αναμονή» μια μοναχική γυναικεία φιγούρα αντιπαρέρχεται μία οικογενειακή ομάδα ενώ στο φόντο τα άσπρα ελληνικά σπίτια και οι τρούλοι των εκκλησιών συγχωνεύονται με σκουρότερες κατασκευές που περιλαμβάνουν ακόμα και το καμπαναριό του Αγίου Πέτρου πάνω στον αυτοκινητόδρομο Α38. Ένα ζευγάρι στο ειρωνικά τιτλοφορούμενο έργο «Συζήτηση» κάθεται σ’ ένα τραπέζι καφενείου με ένα κενό ανάμεσά του – εκείνος ξυπόλητος πάνω στο θαλασσί πάτωμα ενώ εκείνη κάθεται σαν άγαλμα πάνω σε μια κεραμική θέση. Πίσω τους η οδός Park και τα κυβιστικά άσπρα σχήματα κάποιας ελληνικής πόλης.
Ο κύβος διαποτίζει τη δουλειά του Νίκου και μοιάζει να απεικονίζει όχι μόνο τα τοπία του όπου γεωμετρικά ανθρώπινα σχήματα κυριαρχούν στη φύση αλλά και στην αντίληψή του για τα ανθρώπινα όντα. ΄Ανθρωποι που συχνά φέρονται εγκλωβισμένοι σε κουτιά – φυλακές που οι ίδιοι δημιούργησαν. Οι υπερβάσεις των οικοδομικών εξελίξεων και η απομόνωση του ατόμου είναι θέματα που ενώνουν τα αστικά όντα και έτσι οι εικόνες του είναι το ίδιο προσιτές και στην Αθήνα και στο Μπρίστολ.
Οι υπερέχουσες σκιές του μπλε και η λάμψη του Αθηναϊκού φωτός προσδίδουν μια ζεστασιά που δίνει ελπίδα και στα τοπία αλλά και στις μοναχικές φιγούρες.
–
Σάλλυ Μπεϊκερ
Καθηγήτρια – Ιούλιος 2001
Λ. Παναγιωτοπούλου, Αγ.΄Ορος, Ναύπλιο, Κωνσταντινούπολη – 2007
–
Τρεις τόποι, τρεις διαδρομές εικαστικές, εσώτερες. Σημεία αναφοράς. Ο ζωγράφος γοητευμένος από την ιστορία τους αλλά και το παρόν τους, ανοίγει μια δίοδο επικοινωνίας, χρησιμοποιώντας φόρμες ποικίλες μέσα από το πρίσμα της προσωπικής του αισθητικής και τεχνικής.
Πρώτος σταθμός το Άγιον Όρος.
Εντυπωσιάζεται από το επιβλητικό αρχιτεκτονικό ύφος των μοναστηριών καθώς και από την παρθένα φύση της περιοχής.
Ανακαλύπτει έναν τόπο ιδιαίτερο έναν τόπο «υπέρβασης», μια πρόκληση επαφής με τον «έσω» άνθρωπο.
Ακολουθεί το Ναύπλιο.
Περιπλανιέται στα σοκκάκια του, «χρωματίζει» τα σπίτια, τις στέγες. Ανηφορίζει στο Παλαμήδι, αντικρύζει το Μπούρτζι.
Συνομιλεί με το μπλε της θάλασσας. Διασχίζει την πλατεία Συντάγματος, τόπο – άλλοτε – συγκέντρωσης των αγωνιστών του ’21, η ματιά του στρέφεται στην τότε Βουλή των Ελλήνων. Κάθε βήμα του στο Ναύπλιο μνήμη και ιστορική διαδρομή• η ζωγραφική του, γέφυρα ανάμεσα στο χθες και το σήμερα.
Τέλος η Κωνσταντινούπολη, η γενέθλια πατρική γη. Εδώ τα συναισθήματα ποικίλα, η φόρτιση έντονη.
Περιηγείται τα παλιά σπίτια των Ελλήνων, επισκέπτεται την Αγ. Σοφιά• εκστασιάζεται. Ταξιδεύει στο Βόσπορο, συγκινείται στα Πριγκιποννήσια.
Η περιοχή του Γαλατά, το Μπλε Τζαμί τον συνεπαίρνουν. Η ιστορία της Πόλης γεμάτη από αντιθέσεις, πολέμους, δόξα, μεγαλείο. Μ. Κωνσταντίνος Ιουστινιανός και αργότερα οι Οθωμανοί.
Καθώς φτάνουμε στο τέλος αυτής της εικαστικής διαδρομής, νιώθουμε ότι η ζωγραφική ματιά αποτελεί πάντα μια ιδιαίτερη «συνομιλία» με τους ανθρώπους τα κτίσματα, τη φύση.Και δεν έχει σημασία που οι ανθρώπινες φιγούρες απουσιάζουν. Η ανθρώπινη περιπέτεια είναι παρούσα.
–
Λήδα Παναγιωτοπούλου
Δεκέμβρης ’06
Β. Σαρακατσιάνου, περ. ΙΔΑΝΙΚΟ ΣΠΙΤΙ – 2007
–
ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ – ΝΙΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Την καινούργια του δουλειά με τίτλο «΄Αγιον ΄Ορος – Ναύπλιον – Κωνσταντινούπολη» παρουσιάζει ο Νίκος Οικονομίδης στην γκαλερί «Χρυσόθεμις» (25ης Μαρτίου 20, Χαλάνδρι, τηλ. 210 6811418).
Ο Νίκος Οικονομίδης επιλέγει τρεις τόπους με ένδοξο παρελθόν, φορτισμένους με ιστορικές μνήμες, που συνδέονται με σημαντικές στιγμές του ελληνισμού, για να ξεκινήσει ένα οδοιπορικό, μια εσωτερική διαδρομή, μετουσιώνοντας τη συγκίνηση και τα συναισθήματα που βιώνει σε εικαστικές εικόνες. Τα έργα του μας ταξιδεύουν στα ιστορικά μοναστήρια του Αγίου Όρους, στα γραφικά σοκάκια του Ναυπλίου, στα νερά του Βοσπόρου, στην Αγιά- Σοφιά και στους μαχαλάδες της Κωνσταντινούπολης.
Η συγκεκριμένη ενότητα, περισσότερο περιγραφική και λυρική, σε σχέση με τις προηγούμενες, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια παρένθεση στο σύνολο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Ζωγράφος, ο ίδιος, πολυδιάστατος, με ποικίλα ενδιαφέροντα και εσωτερικές ανησυχίες, αποτυπώνει, συνήθως, στο έργο του τον παλμό της σύγχρονης ζωής, εκφράζοντας έμμεσα κριτική.
Μέσα σε χώρους χαοτικούς, γεμάτους εκπλήξεις, όπου το εξωτερικό περιβάλλον διεισδύει στο εσωτερικό, συνωστίζονται μορφές και αντικείμενα δημιουργώντας συχνά ένα ιδιότυπο horror vacui ( τρόμος του κενού), έμμεση απεικόνιση του τρόμου που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος μπροστά στην απέραντη μοναξιά του. Η ανορθόδοξη προοπτική, οι κατακερματισμένες επιφάνειες με βάση την κυβιστική λογική, η κατάργηση της χρονικής αλληλουχίας των γεγονότων και η απουσία του ωρολογιακού χρόνου, δημιουργούν μια σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, όπου μορφές και αντικείμενα λειτουργούν ως σύμβολα.
Συχνά αποτυπώνονται στον ίδιο πίνακα διαφορετικά επεισόδια, δημιουργώντας ένα κολλάζ από ιστορίες, οι οποίες μπορούν να λειτουργήσουν ανεξάρτητα, διατηρώντας την αυτοτέλειά τους, αλλά και ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου. Το αφηγηματικό τους ύφος επιτρέπει στο θεατή, μέσα από μια «εικαστική ανάγνωση», να μυηθεί στο μύθο, αλλά και ταυτόχρονα να ερμηνεύσει ο ίδιος την εικόνα και να πλάσει την προσωπική του ιστορία.
–
Δρ Βίκυ Σαρακατσιάνου
Ιστορικός της Τέχνης
Περιοδικό «Ιδανικό Σπίτι» τευχ. 181- Μάρτιος 2007
Γ. Κοντός, τα τραπέζια με τα θαύματα… – 2008
–
Τα τραπέζια με τα Θαύματα Στη ζωγραφική του Νίκου Οικονομίδη
Φαίνονται όλα φυσιολογικά αλλά όλα φωτίζονται από το παράλογο και την καθημερινότητα. Αλήθεια τι μικρόκοσμος πάνω εκεί. Σαν προβλήτα που φεύγουν τα πλοία. Λάδια, ακρυλικά. Χρώματα: πάντα το γαλάζιο (αλλά εδώ συγκεκριμένα το ούλτρα μαρίν). Όμπρα ψημένη και άψητη. Σέπια. Στην όμπρα το τραπέζι γίνεται ένα κομμάτι γης που είναι έτοιμο να το σπείρεις. Κόκκινο του καδμίου και κόκκινο βερμιγιόν. Ένα τοπίο πάνω στο ξύλινο παλιό τραπέζι. Το τοπίο παίζει το ρόλο του τραπεζομάντηλου. Αλλού τραπεζάκι οβάλ, όπου παίζουν χαρτιά κορίτσια μετά το θαλασσινό λουτρό. Στο τραπέζι φαγητού, όλα έτοιμα στρωμένα και περιμένουμε τους συνδαιτυμόνες. Από κάτω κρυμμένος ο σκύλος κοιμάται. Το παλιό οικογενειακό τραπέζι. Πάνω χαρτιά, ένα πακέτο Σαντέ και ένα ανεπίδοτο γράμμα σε κάποια Μαρία. Ακούγονται τα βήματα του πατέρα. Τσίγκινο τραπεζάκι της βεράντας : με καφεδάκι, νερό και ξεχασμένο ένα πακετάκι Άσσος από το παρελθόν. Το παρελθόν ανακατεύεται με τα χρώματα και αναστενάζει. Ακούγονται σιγανές ομιλίες. Ένα κορίτσι γελά. Καλοκαίρι με τα πλαστικά (τραπέζια και καρέκλες) και αθώο γαλάζιο. Ο ήλιος και το φως παίζουν με τη μονοτονία του μπλε και βγαίνει ένας ήχος χάλκινος του φόβου. Πιο κει παλιό μαντεμένιο τραπεζάκι, με φόντο σέπια και ούλτρα μαρίν και πορτοκαλιά να παίζουν με το χρόνο. Η ψημένη σέπια θα ήθελε και θα μπορούσε να μιλήσει. Αλήθεια, πώς ζωγραφίζεται το παγωμένο νερό; Και η μεγάλη ζέστη του Ιουλίου; Πάλι πλαστικό τραπέζι με ίχνη φαγητού και ομιλίες. Και το άλλο άδειο. Με ερωτηματικά. Το τραπέζι του ζωγράφου με πινέλα, με όνειρο, με αφαίρεση. Άλλο τραπέζι: με βιβλία, ιδέες και σιωπή. Ένα τραπέζι λαδοπαστέλ με μικρές φωνές ανθρώπων. Η θάλασσα παντού ανεβαίνει και μπαίνει στα σπίτια. Το γαλάζιο επικρατεί. Ένα γκολουάζ περιμένει το χέρι σου. Το τραπέζι έχει το χρώμα της σάρκας και μιλά με το κιτρινοκόκκινο της Νάπολης. Εδώ μελετάται και πολλαπλασιάζεται το τραπέζι ως χρηστικό αντικείμενο.
Δεν βλέπω ανθρώπους, αλλά με τόσους τρόπους και χρώματα είναι παρόντες. Ουσιαστικά αυτά τα έργα του Νίκου Οικονομίδη είναι νεκρές φύσεις. Ο άνθρωπος κοιτάζει από μέσα τα ταμπλό και συμμετέχει. Θα μπορούσε να ονομαστεί η έκθεση «Ο άνθρωπος και το τραπέζι». Το τραπέζι που καθόμαστε, τρώμε, μαστορεύουμε, συνομιλούμε. Το τραπέζι: του κυνηγημένου, του καλού αστού, του ονειροπόλου, του ερωτευμένου. Το τραπέζι: του φονιά, του φυλακισμένου. Το τραπέζι: του αρχιτέκτονα, του ποιητή, του θεατρίνου. Το τραπέζι: του χαφιέ, του εξόριστου, του φαντάρου. Το τραπέζι: του κοριτσιού. Το θεριό το ανήμερο, η μνήμη, η θάλασσα, όπως στις ζωγραφιές του Οικονομίδη: ξεβράζει πνιγμένους, ζωντανούς και χρώματα.
–
Γιάννης Κοντός, ποιητής
Νοέμβριος 2007 – Ιανουάριος 2008
Β. Οικονομοπούλου, άνθρωποι και αντικείμενα… – 2010
Βάσω Οικονομοπούλου
Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας
Πανεπιστήμιο Αθηνών
–
Άνθρωποι και Αντικείμενα: Το Εικαστικό Έργο του Νίκου Οικονομίδη
Η τέχνη αποτελεί μια ανοιχτή περιοχή, όπου ο καλλιτέχνης δημιουργεί καινούριες πραγματικότητες. Ο βασικός όρος που αντιστοιχεί στη φαντασία, όπως επισημαίνει ο Gaston Bachelard, δεν είναι η εικόνα αλλά το φανταστικό. Η αξία μιας εικόνας προσδιορίζεται από την έκταση του φανταστικού της φωτοστέφανου. Χάρη στο φανταστικό, η φαντασία είναι ουσιαστικά ανοιχτή, φευγαλέα. Αποτελεί μέσα στον ανθρώπινο ψυχισμό, την κατ΄ εξοχήν εμπειρία του ανοίγματος, την κατ΄ εξοχήν εμπειρία του καινούριου. Άλλωστε, η φαντασία δεν είναι μια απλή κατάσταση, είναι αυτή καθαυτή η ανθρώπινη ύπαρξη.
Ο καλλιτέχνης μάς αποκαλύπτει μιαν άγνωστη πτυχή της πραγματικότητας, γιατί είναι ικανός να συλλαμβάνει τις σχέσεις εκείνες και τους συνδυασμούς, που θα του επιτρέψουν να δώσει στην πραγματικότητα που θέλει να εκφράσει, μια μορφή τέτοια, ώστε αυτή να φανερωθεί μπροστά μας σαν κάτι το υπαρκτό, έστω και αν πρόκειται για μια ολότελα φανταστική πραγματικότητα, που θα πάρει υπόσταση μόνο μέσα από το δημιούργημα του καλλιτέχνη. Το έργο που δημιουργεί ο ζωγράφος είτε αποτελεί αναπαράσταση των πραγμάτων που συναντούμε γύρω μας είτε όχι, αναπαριστά κάθε φορά μια καινούρια πραγματικότητα που δεν υπήρχε πριν από το έργο.
Έτσι, και οι εικόνες στα έργα του Νίκου Οικονομίδη άλλοτε προβάλλουν πολύ καθαρά, που νομίζεις πως μπορείς να τις αγγίξεις και να τις ψηλαφίσεις, άλλοτε πάλι είναι κάπως σβησμένες. Κι όμως, αυτό το παράξενο συνονθύλευμα από εικόνες αντιπροσωπεύει τον «αληθινό» ανθρώπινο μικρόκοσμο περισσότερο απ΄ όσο μια φωτογραφία ή ένας λεπτομερειακός πίνακας.
Παρά τη φαινομενική σύγχυση και τις διάσπαρτες φόρμες, οι πίνακες του Οικονομίδη δεν είναι ακατάστατοι. Ο καλλιτέχνης κατασκευάζει τις εικόνες του από ομοιόμορφα τμήματα και έτσι οι συνθέσεις του δίνουν μιαν εντύπωση συνέπειας. Ο ζωγράφος, εμφανώς επηρεασμένος από την τεχνοτροπία του Κυβισμού, αποδίδει, εικαστικά, γνώριμα μοτίβα: τραπέζια, μπουκάλια, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ή και την ίδια την ανθρώπινη μορφή. Ο Οικονομίδης, στα περισσότερα από τα έργα του, προϋποθέτει ότι το αντικείμενο που απεικονίζεται είναι οικείο, ώστε ο θεατής να μπορεί εύκολα να καταλάβει τη σχέση ανάμεσα στα διάφορα μέρη.
Η φιλόλογος και συγγραφέας Λήδα Παναγιωτοπούλου στο υπό έκδοση λεύκωμα Δεκατέσσερα Ποιήματα, μια Ιστορία και Πέντε Ζωγραφιές (2008) πλαισιώνει με κείμενά της εικαστικά έργα του Νίκου Οικονομίδη περιγράφοντας πολύ εύστοχα τη σχέση του ανθρώπου με τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης:
[…]
Πάνω στο τραπέζι τσιγάρα και χαρτιά μισογραμμένα,
φράσεις μισές, ατέλειωτες.
[…]
Το τραπέζι αρχίζει να υποχωρεί.
Σιγά-σιγά βρίσκεις το κουράγιο
και σηκώνεσαι.
Παίρνεις μολύβι και χαρτί,
αρχίζεις με κόπο να γράφεις,
αρχίζεις ν΄ ανασαίνεις δηλαδή.
Πίνεις μια γουλιά κρασί, ανάβεις τσιγάρο.
Κοιτάς γύρω σου• το δωμάτιο άδειο.
Μόνο το τραπέζι κι΄ εσύ.
Οι δυο σας.
Τα χαρτιά σου κι΄ εσύ.
Πάλι οι δυο σας.
[…]
Ο ζωγράφος διαλέγεται με τον κόσμο των πραγμάτων (έπιπλα, σκεύη, εργαλεία της δουλειάς), αυτών των «απλών, απτών, αδιανόητων και κατευναστικών αντικειμένων, αυτών των μικρών συσσωρευτών της χρήσιμης ανθρώπινης ενέργειας», όπως θα έλεγε και ο Γιάννης Ρίτσος (Μαρτυρίες, 1957-1965). Τα αντικείμενα, όπως όλα τα ζώντα ή άψυχα του σύμπαντος, άλλωστε, βρίσκονται σε συνεχή ανταπόκριση με τον άνθρωπο. Η ποιητική αυτή όραση του καλλιτέχνη προσδίδει στις συνθέσεις του ύφος λιτό, συχνά αινιγματικό, που καταγράφει χαμηλόφωνα τις ελάχιστες χειρονομίες και τους ψυχικούς κραδασμούς, ενώ καθηλώνει το φευγαλέο καθαγιάζοντας την καθημερινότητα.
Τα αντικείμενα μεταδίδουν μια εκπληκτική αίσθηση στερεότητας, ενώ παράλληλα παραβιάζουν όλα τα παραδοσιακά συστήματα ιλουζιονιστικής απόδοσης. Η προσπάθεια του ζωγράφου να δώσει την αίσθηση της στερεότητας και της δομής τον οδήγησε στην αναγωγή των αντικειμένων στις απλούστερες δυνατές βασικές φόρμες τους προκειμένου να ελέγξει και να εξηγήσει καλύτερα τον κυβιστικό χώρο. Ο Οικονομίδης αναπαριστά αντικείμενα καθημερινής χρήσης, τα οποία χάρη στη συνειρμική τους αξία γεννούν άμεσα μια οπτική αίσθηση. Ο ζωγράφος, ωστόσο, σπάει το περίγραμμα του θέματός του, ώστε να επιτρέψει στον περιβάλλοντα χώρο να κατακλύσει την επιφάνεια του πίνακα. Ο θεατής έχει τη δυνατότητα να ανασυγκροτήσει για λογαριασμό του τη νατουραλιστική ακεραιότητα του θέματος. Το θέμα προβάλλει αργά από αυτό το σύμπλεγμα στοιχείων της σύνθεσης, για να εμφανιστεί και πάλι στη γενικότερη ενεργοποίηση της επιφάνειας. Με αυτόν τον τρόπο, αναπτύσσεται ένα είδος διαλόγου ανάμεσα στα αντικείμενα που απεικονίζονται και το χώρο που τα «φιλοξενεί». Έτσι, ορισμένα δύσκολα θέματα εντοπίζονται ευκολότερα με τη βοήθεια πιο ρεαλιστικών ευανάγνωστων σχεδίων και σπουδών. Ο ζωγράφος καταφέρνει με επιτυχία να διατηρεί μια πολύ λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην αναπαράσταση και την αφαίρεση.
Τα θέματα του Οικονομίδη δεν σχετίζονται μόνο με τα στοιχεία του καθημερινού περιβάλλοντος, αλλά και με τον ίδιο τον άνθρωπο. Οι γωνιώδεις, ψηλόλιγνες μορφές και οι φωτισμοί των προσώπων απηχούν το ενδιαφέρον του δημιουργού για το καλλιτεχνικό κίνημα του Κυβισμού, αλλά και για το έργο του σημαντικότερου εκπροσώπου αυτού του κινήματος, του Pablo Picasso. Ο Οικονομίδης μαρτυρά τις αισθητικές επιδράσεις που δέχτηκε από τον Ισπανό ζωγράφο στον πίνακά του «Μοναχικές καταστάσεις» (λάδι, 1995), όπου απεικονίζεται λεπτομέρεια από τον πίνακα του Picasso «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν» (1907).
Στα έργα του Οικονομίδη, λοιπόν, διαπιστώνεται ο ορθολογικός, συχνά γεωμετρικός, κατακερματισμός του ανθρώπινου κεφαλιού και σώματος. Αποσπάσεις μερών, μετακινήσεις, παραμορφώσεις συστατικών ενός προσώπου, ή μιας άλλης μορφής. Αλλού το ένα, αλλού το άλλο, αλλού η μισή μύτη, αλλού η άλλη μισή. Το ένα μάτι εδώ, το άλλο από την άλλη πλευρά, το ίδιο πρόσωπο από πολλές όψεις, διασκορπισμένα μέρη. Διάλυση πρώτα, συρραφή μετά, ώστε να φαντάζει ανοίκειο.
Οι μορφές του Νίκου Οικονομίδη, όμως, δονούνται από κύματα μιας εσωτερικής ζωής αφανέρωτης μεν, αλλά όμως εντόνως υπαρκτής σε μυστικές κρύπτες πάνω στην ίδια την επιφάνεια της εικόνας. Κάθε μορφή, γραμμή ή χρώμα, είναι απολύτως συνδεδεμένα με μια αντικειμενικά υπαρκτή πραγματικότητα και δεν ανάγονται θεωρητικά σε αφηρημένους υπερβατικούς σχηματισμούς. Η τέχνη του Οικονομίδη δεν είναι αφηρημένη, αντίθετα διαπερνάται από ένα ακατανίκητο πάθος για ρεαλισμό. Τα έργα του διέπονται από ανάλογο πνεύμα. Είναι προβολές τραγικών εικόνων του ασυνειδήτου. Είναι τα ψυχικά αδιέξοδα του απομονωμένου ατόμου στην ερημία του κόσμου.
Ο δημιουργός διατηρεί τη δική του ευαισθησία στους χρωματικούς τόνους, με ακρίβεια στο σχέδιο, δίνει ένα δικό του νόημα και περιεχόμενο στον πίνακα, ενώ ταυτόχρονα, λεπταίνει τις φιγούρες του και αρχίζει επιμηκύνσεις και παραμορφώσεις. Η κατακερματισμένη μορφή με τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου διατυπώνει την «κατάσταση ψυχής» του καιρού μας και την ανθρωπιά μας: με τη διάσπαση που εκφράζει το παρόν μας και με την ανασύνθεση σε νέα μορφή, που είναι η λαχτάρα του μέλλοντος.
Η αγωνία για το παρόν και το μέλλον του ανθρώπου φανερώνεται στα έργα του Οικονομίδη με την αλληλοδιείσδυση και τη διαπλοκή των μορφών και του χώρου που τις περιβάλλει. Μορφές και αντικείμενα συχνά απλοποιούνται και εξαρθώνονται. Η εξάρθωση όμως αυτή απορρέει όχι τόσο από την προσπάθεια να αναλυθεί η δομή τους όσο από την επιθυμία να δοθεί εντονότερα η αίσθηση του σφρίγους και της κίνησης. Η αίσθηση του προοπτικού βάθους καταργείται ενώ σπίτια, βράχια και δέντρα στοιβάζονται ουσιαστικά το ένα πάνω στο άλλο, αντί να καταλαμβάνουν διαφορετικά σημεία, από το πρώτο πλάνο έως το φόντο. Η ατμοσφαιρική και τονική προοπτική απορρίπτονται συνειδητά. Αντικείμενα που υποτίθεται ότι βρίσκονται πιο μακριά αποδίδονται εξίσου εμφατικά με εκείνα του πρώτου πλάνου. Δεν υπάρχει μία πηγή φωτός, αντίθετα φωτεινά και σκοτεινά σημεία αντιπαρατίθενται αυθαίρετα. Εδώ κι εκεί τα περιγράμματα των μορφών διαλύονται και ο χώρος γύρω και ανάμεσά τους μοιάζει να ρέει προς το μέρος του θεατή.
Η απόρριψη της παραδοσιακής προοπτικής, της μιας και μοναδικής οπτικής γωνίας, είναι εξίσου απαραίτητη τόσο ως προς την αίσθηση του χώρου, όσο και ως προς την πολλαπλότητα των πληροφοριών για το ζωγραφισμένο αντικείμενο. Με την απόρριψη του ιλουζιονισμού, τα ζωγραφισμένα αντικείμενα και ο χώρος γύρω τους μπορούν να «στοιβάζονται» στην επιφάνεια του πίνακα. Οι «κενές» επιφάνειες αποκτούν την ίδια σημασία με τα θέματα. Ο χώρος έρχεται πιο κοντά και καλεί το θεατή να τον εξερευνήσει, να τον «αγγίξει» οπτικά.
Ο Οικονομίδης επιτυγχάνει ακόμη περισσότερο την ανάγνωση του πίνακα από το θεατή με το να ενσωματώνει στους πίνακές του κομμάτια από χαρτί και άλλα υλικά. Αυτά τα σπαράγματα από εφημερίδες, χαρτί (π.χ. οντουλέ), υφάσματα κ.ά. συνδέονται με την καθημερινή ζωή. Εντοπίζονται χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια και, καθώς αποτελούν μέρος της εμπειρίας μας από τον κόσμο γύρω μας, γεφυρώνουν τους συνηθισμένους τρόπους αντίληψης με το καλλιτεχνικό γεγονός, όπως αυτό παρουσιάζεται από τον καλλιτέχνη. Η «υλικότητα» των ξένων αυτών στοιχείων, με την τεχνική του κολάζ, προσδίδει στους πίνακες του Οικονομίδη απτική αξία αλλά και την αίσθηση της υλικής βεβαιότητας. Έτσι, διαφορετικές υφές, ενσωματώνονται στη σύνθεση, διαμορφώνοντας την πραγματικότητα του πίνακα, που ανταγωνίζεται την πραγματικότητα της φύσης. Το «μετατοπισμένο» αντικείμενο εντάσσεται σε ένα σύμπαν για το οποίο δεν είναι προορισμένο, στο οποίο παραμένει, ώς ένα βαθμό, ως αλλόκοτη παρουσία, για να θυμίζει άλλωστε ότι ο κόσμος που ζούμε είναι αλλόκοτος, κάθε άλλο παρά καθησυχαστικός. Ο ζωγραφικός κόσμος του Νίκου Οικονομίδη καταργεί τον οπτικό καταμερισμό της μορφής, των αντικειμένων αλλά και του χώρου γενικότερα, για να προβάλει τη συνείδηση της σπασμένης ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Ο ζωγράφος μπροστά στην πραγματική, αδιέξοδη ζωή, προτάσσει την αποδοχή του αδιεξόδου και αποκαλύπτει τον κατακερματισμό, την αποσπασματικότητα, τις βίαιες τομές στη συνείδηση, σαν προϋποθέσεις ύπαρξης, σαν συστατικό στοιχείο και πρώτη ύλη της έκφρασης της μοντέρνας εποχής.
Ο ίδιος ο δημιουργός σε κείμενό του θα πει:
[…]
Άνθρωποι που ψάχνουν το «πρόσωπό» τους.
Μοναχικές φιγούρες χαμένες στο εγώ τους.
Ένας ολόκληρος κόσμος σε αδιέξοδες σχέσεις.
Άνδρες και γυναίκες που δεν διασταυρώνουν ούτε το βλέμμα τους.
Θυμωμένοι άνθρωποι σε «θυμωμένες» πόλεις.
Η ανθρώπινη ταλαιπωρία στο τέλος του αιώνα…
Υ.Γ. και μη με πείτε απαισιόδοξο…
ΕΙΜΑΙ.
–
Ομιλία στην Γκαλερί «Χρυσόθεμις»/Νίκος Οικονομίδης «Άνθρωποι στα όρια…», 22.4.2011.
Γ. Εμίρης , ομιλία σε εκδήλωση… – 2010
–
Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είχα ξεκάθαρο μέσα μου ποιο ήταν αυτό το στοιχείο που ένιωθα συναρπαστικό στη ζωγραφική του Νίκου Οικονομίδη πριν δω αυτή την έκθεση και ίσως πριν «υποχρεωθώ» να τη δω πιο συστηματικά.
Το λέω αυτό γιατί αισθάνομαι ότι αυτή η έκθεση του Νίκου αποκρυπτογραφεί τη βαθύτερη ουσία του έργου του, τουλάχιστον αυτού των τελευταίων ετών.
Η «όψη»είναι η ίδια με τις τελευταίες εκθέσεις που έχω δει. Η όψη, ωστόσο, εδώ πολύ πιο φανερά απ’ ότι στα υπέροχα τοπία που έχουμε θαυμάσει, αντιτίθεται στο «νόημα» ή αν θέλετε στο «μήνυμα» του έργου.
΄Εχουμε, λοιπόν, μια χαρούμενη όψη, ένα χρώμα έντονο, ευχάριστο, φωτεινό, καλοκαιρινό που «υποκρύπτει» μια διαφορετική πραγματικότητα όπως την περιγράφουν οι φιγούρες του.
Κρύβει; Αλήθεια εδώ το σημαίνον υποσκάπτει το σημαινόμενο ή με τη δύναμή του το αναδεικνύει περισσότερο;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι το χρώμα (γενικά, αλλά και στη ζωγραφική του Οικονομίδη), τι είναι το -συνώνυμο, εδώ – φως!
Τι είναι το χρώμα και το φως; Είναι εξαγνιστικό στοιχείο ή είναι ο προβολέας που φωτίζει αντίθετες καταστάσεις, οι οποίες μπορεί να ξεκινούν από το θλιβερό για να φθάνουν στο αδιέξοδο;
Δείτε τους πίνακες γύρω μας. Μόνον ένας είναι «σκοτεινός», δηλαδή μόνο από έναν λείπει το χρώμα κι αυτός ο πίνακας έχει την ονομασία «Αύγουστος». Ένα «σκοτωμένο» γαλάζιο, το λευκό και μια μαύρη λωρίδα είναι αρκετά για να περιγράψουν τη γαλήνη, την ανεμελιά, την ανάπαυλα.
Γύρω οι άλλοι «μήνες» (οι άλλοι πίνακες θέλω να πω) έχουν όλη τη λαμπερή εικόνα για να προβάλλουν διαφορετικές καταστάσεις.
Στον πόλεμο, η νύχτα είναι ολόφωτη, οι φιγούρες φωτεινές και ας πρόκειται για τραυματίες ή ανθρώπους απελπισμένους που κρύβονται.
Μέσα στο πλήθος των χρωμάτων ενσωματώνεται ακόμα και η μαυροφορεμένη γυναικεία φιγούρα.
Ο στίχος του ποιητή, του Γ. Μαρκόπουλου εν προκειμένω, συνοδεύει την εικόνα, την τονίζει ίσως και την εξηγεί: « Ο πόλεμος συνεχίζεται ακόμα και σήμερα».
Και μετά έρχεται ο « Ευδαιμονισμός». ΄Οπου οι φιγούρες οι ανθρώπινες, ακόμα και αυτές που λικνίζονται, είναι μαυρόασπρες γύρω από πολύχρωμα, χτυπητά αντικείμενα.
Θα ήταν μεγάλος πειρασμός να μιλήσουμε για τον κάθε πίνακα, αλλά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Στο ίδιο πλαίσιο θα ήθελα να επισημάνω μόνο την «κουραστική μέρα» με τις φιγούρες σε στιγμές ανάπαυλας και τον ποιητή (εδώ είναι ο Γιάννης Κοντός) να μιλά για «ανεστραμμένη εικόνα της πραγματικότητας».
Θα φύγω από τα συγκεκριμένα προσπαθώντας να ερμηνεύσω το είδος της εικόνας που αντικρίζουμε γύρω μας σε αυτούς τους πίνακες.
Προσωπικά πάντοτε ήμουν υπέρμαχος της παραστατικής ζωγραφικής – όχι αγνοώντας τα άλλα είδη και την προσφορά τους. Αυτή εδώ όμως η ζωγραφική, κι ας είναι παραστατική, δεν είναι φωτογραφική. Δεν αποτυπώνει τη στιγμή.
Το φως εδώ συνυπάρχει με τη νύχτα. Το γυμνό κορμί συνυπάρχει με το ντυμένο, οι πινελιές της παιδικής ζωγραφικής συνυπάρχουν με τα άλλα στοιχεία του πίνακα.
Η εικόνα, λοιπόν, είναι μια εικόνα πολύπλοκη όπου συνυπάρχουν όσα δεν μπορούν να συνυπάρξουν στην πραγματικότητα, ή μάλλον σε μία χρονική στιγμή της πραγματικότητας. Περισσότερο από μια εικόνα ερμηνείας θα έλεγα ότι είναι μια εικόνα ανασύνθεσης και αναδιάταξης της πραγματικότητας.
Είναι τελικά μια εικόνα που δεν είναι εικόνα!
Είναι μια λόγια εικόνα!
Κάποιοι λένε ότι μία εικόνα είναι χίλιες λέξεις. Προσωπικά πιστεύω ότι μια λέξη – στην πένα του «μάστορα» – είναι χίλιες εικόνες. Ο Οικονομίδης με έκανε να βρω την εικόνα που είναι χίλιες εικόνες μαζί.
Με συγκινεί ο «διάλογος» της εικόνας του με το λόγο και δεν μιλώ τόσο για τους στίχους που παραθέτει, ούτε για την ενσωμάτωση χειρογράφων ή την απεικόνιση βιβλίων μέσα στα θέματά του. Μιλώ για το βαθύτερο διάλογο μέσα στην ίδια την εικόνα.
Η εικόνα του, όπως είπαμε, δεν αποτυπώνει, είναι εικόνα ερμηνευτική και διεισδυτική, γι’ αυτό και σε αυτή την εποχή του θριάμβου της εικόνας, η δική του ζωγραφική βρίσκεται σε άμυνα. Είναι με την πλευρά των Ποιητών, με την πλευρά του προβληματισμού και της αγωνίας.
Θα τολμούσα να πω ότι ο Νίκος Οικονομίδης με αυτή την έκθεση υπονομεύει τη λαμπερότητα ( κι όχι λαμπρότητα ) της εποχής, υπονομεύει το life style, μέσα στο δικό του γήπεδο.
–
Γιάννης Εμίρης
Φιλόλογος – συγγραφέας
Αίθουσα Τέχνης «Χρυσόθεμις»
22 Απριλίου 2010
Γ. Μαρκόπουλος, κίτρινη φωτεινή ζελατίνα… – 2010
–
Kίτρινη Φωτεινή Zελατίνα
Διπλό είναι το κέρδος που αποκομίζει κανείς από το βιβλίο αυτό του φίλου μου Νίκου Οικονομίδη: τα λογοτεχνικά κείμενα και όσα συνάγονται από τις σελίδες τους, και οι πίνακες ζωγραφικής με όσα τρυφερά και ωραία αυτοί μας ωθούν να νιώσουμε έτσι επικεντρωμένοι πάνω στο ίδιο θέμα καθώς είναι όλοι τους, από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο.
Και πράγματι – για να ξεκινήσω από τα κείμενα – εκείνο που συνάγουμε με την πρώτη ανάγνωση κιόλας, είναι η συνειδητοποίηση ότι αθόρυβα, πότε με την μια ευκαιρία και πότε με την άλλη έχει ήδη δημιουργηθεί μια εξαιρετικής ποιότητας «φιλολογία» γύρω από την πορεία και την ιστορία της ΑΕΚ. Μια φιλολογία, η οποία μας επιτρέπει να βγάλουμε ασφαλέστατα συμπεράσματα για τις εκάστοτε κοινωνικές καταστάσεις – και όχι μόνο – αλλά και να καταλάβουμε ότι μοίρα δύσκολη την είχε προορίσει αυτή την ένδοξη ομάδα να αποτελέσει το ακλόνητο, το στιβαρότερο συναισθηματικό στήριγμα όλων των προσφύγων και των φτωχών κυρίως, και να κρατάει πάντοτε ψηλά, όσο βέβαια την άφηναν, το δύωρο όνειρο της ταπεινής Κυριακής τους. Γι αυτό και το γήπεδο της ήταν στη Νέα Φιλαδέλφεια, και γι’ αυτό και το έχτιζε κομμάτι κομμάτι, με αγωνία, οικονομίες, εράνους, δωρεές και ιδρώτα, όπως ακριβώς δηλαδή και οι φίλαθλοί της έχτιζαν μέτρο το μέτρο, γωνιά τη γωνιά και κείνοι το σπίτι τους.
Όσον αφορά τους πίνακες ζωγραφικής, αυτό που συνάγουμε είναι ότι για άλλη μια φορά η εξαιρετικής ποιότητας τέχνη, παραμένει και θα παραμένει για πάντα ο καλύτερος δρόμος για να ερχόμαστε σε επαφή με την κρυμμένη ομορφιά του κόσμου και της ζωής.
Και πράγματι, ο Νίκος εδώ, αυτό ακριβώς πετυχαίνει: να αναδείξει την ομορφιά η οποία φωλιάζει πίσω από κάθε κίνηση, πίσω από κάθε απλή τάχα ανα-παράσταση φάσεων παιχνιδιού.
Με χρώματα υπέροχα φέρνει μνήμες άλλες, από χαμένες πατρίδες π.χ. ή από την αμεριμνησία της παιδικής μας αθωότητας, όλες τυλιγμένες μέσα σε μια δική τους, μοναδικής λεπτότητας αχλύ. Mια αχλύ που κρούει μέσα μας χορδές ευφρόσυνες, σπάνιες, μια αχλύ κίτρινη φωτεινή ζελατίνα, λες, από γλυκά υπέροχα παλαιών γιορτών, μια αχλύ που προσδίδει μυθικές ήδη διαστάσεις στο πάνθεον των προσώπων που εικονίζονται.
Ωραία πρόσωπα, ωραία, δικά μας παιδιά, που ο Νίκος γνωρίζοντας, όπως κάθε γνήσιος δημιουργός, ότι πρωταθλητής εντέλει δεν είναι εκείνος που σηκώνει το τρόπαιο αλλά ο χρόνος και μόνον ο χρόνος, και μάλιστα με «γκολ από τα αποδυτήρια» όπως θα λέγαμε και στη δική μας διάλεκτο, θέλησε να τα κρατήσει για πάντα φρέσκα, θέλησε να τα κρατήσει «όνειρα εύρωστα» όπως ακριβώς ήταν και στην ακμή τους.
–
Γιώργος Μαρκόπουλος
Ποιητής
Γ. Χατζηϊακώβου, η ιαματική οικουμενικότητα… – 2010
–
Η Ιαματική Οικουμενικότητα του Αυτοκρατορικού Κίτρινου
Αντικρύζοντας τους πίνακες του Νίκου Οικονομίδη αισθάνεσαι ρίγος. Είναι ίσως η ελληνότροπη κίνηση του ίδιου του εικαστικού γεγονότος προς εσένα τον θεατή. Η γόνιμη αφομοίωση από τον ζωγράφο, κορυφαίων εικαστικών εκφράσεων μεγάλων δημιουργών του δυτικού πολιτισμού και η ενσωμάτωση τους στην δική του ιδιαίτερη, ελληνότροπη εικαστική γλώσσα. Μια εικαστική γλώσσα στην οποία απουσιάζει κάθε ίχνος γλυκερού ή γλυκανάλατου ρομαντισμού, χωρίς να υπολοίπεται σε συναισθηματική νοημοσύνη. Ή ακόμα καλύτερα μάλλον, η απουσία ρομαντισμού, οδηγεί σε μια κυριαρχία καθαρών συναισθημάτων. Και το συναίσθημα εδώ είναι σε μια έξοχα αρμονική σχέση με τον λόγο.
Γι αυτό ακριβώς η ζωγραφική του Νίκου Οικονομίδη είναι χαρακτηριστικά ανδροπρεπής, αν και πολλές φορές ιδιαίτερα περιγραφική.
Πάντοτε υπήρχε μια, άλλοτε αδιόρατη κι άλλες φόρες όμως εμφανέστατα ορατή, σχέση μεταξύ ερωμένης ή μούσας, καλλιτέχνη δημιουργού και προϊόντος τέχνης. Αυτή η μάλλον αναπόφευκτη, καλλιτεχνική διαδρομή, έχει δώσει ανά τους αιώνες κορυφαία αριστουργήματα της παγκόσμιας τέχνης.
Στην περίπτωση δε αυτής της έκθεσης του Νίκου Οικονομίδη η περί ης ο λόγος ερωμένη είναι και η επίσημη αγαπημένη. Και τώρα είναι που έρχεται να πλημμυρίσει τον θεατή η ιαματική οικουμενικότητα του αυτοκρατορικού κίτρινου. Το κίτρινο χρώμα που μέσα του εμπεριέχει το κόκκινο της φωτιάς σε ισορροπία με το πράσινο της φύσης, αλλά και σε μικρότερη αναλογία το μπλε του ουρανού και της θάλασσας κι όλα τα υπόλοιπα χρώματα των στοιχείων του κόσμου. Όλα τα χρώματα σε μια δυναμική ισορροπία ΑΕΚπλήρωτης ίασης, που οι οπαδοί της την λένε αρρώστεια!
Θα μπορούσε να είναι η ιστορία της ΑΕΚ, μια και ο ζωγράφος έχει παλαιότερα και νεώτερα έργα του, δεν είναι όμως κάτι τέτοιο διότι ο Οικονομίδης δεν είχε πρόθεση ακραιφνούς ιστορικής καταγραφής. Πολύ πιο απλά: είναι η καθηλωτική, ρωμαλέα εικαστική στάση του ζωγράφου Νίκου Οικονομίδη για την ερωμένη και ταυτοχρόνως επίσημή του αγαπημένη ΑΕΚ…
–
Γιώργος Χατζηϊακώβου
Β. Καλαμαράς, εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 2011
–
ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ Α.Ε.Κ.
Το πάθος του για την ομάδα της Α.Ε.Κ. ο ζωγράφος Νίκος Οικονομίδης το αποτύπωσε σε μια σειρά από πίνακες, που υμνούν την αεκτζίδικη ηθική της προσφυγιάς και του αδικημένου. Στο μικρό λεύκωμα «Κίτρινο και Μαύρο. Ζωγραφική και Κείμενα για την Α.Ε.Κ.»(εκδόσεις ΠΕΡΙΤΕΧΝΩΝ, με την υποστήριξη της ΠΑΕ), εκτός από χαρακτηριστικά «κιτρινόμαυρα» έργα του, συγκέντρωσε και ορισμένους ορκισμένους «τρελούς» ΑΕΚτζήδες από όλους τους καλλιτεχνικούς χώρους.
Επειδή ως φίλαθλος του Παναθηναϊκού πηγαίνω στο γήπεδο από τη δεκαετία του ’70, τότε που καθόμασταν δίπλα δίπλα «βάζελοι», «γαύροι» και «χανούμια», καταλαβαίνω το οπαδικό κόλλημα του Νίκου Οικονομίδη.
Γεννημένος τη δεκαετία του ’50 στο Νέο Φάληρο, δεν έγινε Ολυμπιακός, αλλά ΑΕΚ, γιατί ο πατέρας του Σήφης Οικονομίδης ήταν πρόσφυγας από την Κωνσταντινούπολη. Οι πρώτες γηπεδικές του εικόνες κρατούν από το στάδιο της Νέας Φιλαδέλφειας, όταν όλα ήταν χειροποίητα: σημαίες, εμβλήματα, ρούχα, ακόμη και οι συνειδήσεις.
«Η τελετουργία της Κυριακής», όπως τη χαρακτηρίζει, δεν είχε μόνο γήπεδο. Είχε προηγηθεί η εκκλησία και το κλασσικό ελληνικό ψητό, «θρονιασμένο» στο μέσον του οικογενειακού τραπεζιού. Το τι ακολουθούσε, το φαντάζεστε: λεωφορεία της συμφοράς, με τους φιλάθλους στοιβαγμένους σαν σαρδέλες, γκρίζα κοστούμια κολλαριστά, γιατί ο ποδοσφαιρικός αγώνας ήταν γιορτή, φωνές, διαφωνίες ,βρισιές, πανηγυρισμοί στα ουράνια τη στιγμή του γκολ.
Από τα κείμενα (Γαλάτης, Γεωργαντζόγλου, Γκόνης, Ελληνιάδης, Θαλασσινός, Ιωάννου, Κακίσης, Καρακατσάνη, Καραλής, Κοντογιαννίδης, Κοσμόπουλος, Κουβαράς Κυπαρίσσης, Κωνσταντουδάκης, Μαγκλίνης, Μαρκόπουλος, Μπατσίλας, Παπαδόπουλος, Στάθης (Σταυρόπουλος), Χατζηϊακώβου, Χήνας) και από τις ζωγραφιές βγαίνει νοσταλγία, αυθορμητισμός, συναίσθημα, ρίγος, δάκρυα χαράς και λύπης. Για ΑΕΚάρες και για φιλάθλους που αγαπάνε το ποδόσφαιρο, όχι μόνο την ομάδα τους.
–
Βασίλης Καλαμαράς
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Στήλη: Προσωπική Ματιά
15 Φεβρουαρίου 2011
Θ. Πυλαρινός, στίχοι στο καβαλέτο, η εικονοποιία… – 2012
–
Στίχοι στο καβαλέτο. Η εικονοποιία των ποιητών και η ποιητική του ζωγράφου Νίκου Οικονομίδη
Η πρόσληψη του έργου τέχνης σχετίζεται άμεσα με τον δέκτη του, δηλαδή με την ευαισθησία, τις γνώσεις, τις εμπειρίες, τη σκευή και τον συναισθηματικό του κόσμο, αλλά και με όρους έξω από αυτόν, όπως τον χρόνο και τον χώρο, την κοινωνική κατάσταση, τις πολιτικές ή άλλες συγκυρίες, τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα ή, ακόμα, και τους κατά καιρούς συρμούς.
Ο τίτλος του βιβλίου που παρουσιάζεται σήμερα, Στίχοι στο καβαλέτο, δεν αποδίδει απλώς την πρόσληψη των ποιημάτων εννέα σύγχρονων νεοελλήνων λογοτεχνών από τον ζωγράφο Νίκο Οικονομίδη, αλλά μετουσιώνει το αποτέλεσμά της αλυσιδωτά σε νέο έργο τέχνης, η κυοφορία του οποίου διήρκεσε δέκα χρόνια. Έτσι, οι αναγνώστες του καλούνται να απολαύσουν αντικριστά δύο διαφορετικής τεχνοτροπίας έργα, ένα ποίημα και έναν πίνακα, ένα ποίημα διαμεσολαβημένο από τον ζωγράφο και έναν πίνακα που καλούμαστε αναπόφευκτα εμείς, ως θεατές, να τον συγκρίνουμε με την πηγή έμπνευσής του, παραμερίζοντας ή δοκιμάζοντας συγκριτικά την προσωπική προσληπτική μας εντύπωση.
Θα μου επιτρέψετε, αφού θυμίσω αρχικά ότι δεν είναι η πρώτη φορά που καταφεύγει στην ποίηση ο Νίκος Οικονομίδης, να προτείνω ως δεύτερο τον τίτλο «στίχοι στην παλέτα», δίπλα σ’ αυτόν που έδωσε προσφυώς ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης, θέλοντας να αποδώσω μ’ αυτόν τη χρωματική πανδαισία του ζωγράφου και τη χρωματική κλίμακά του, παράλληλα όμως και τη χρωματική ποικιλία που αναφέρεται ρητά στα περισσότερα από τα ποιήματα του τόμου. Ίσως, μάλιστα, οι πολλές αυτές αναφορές να προκάλεσαν ομοιοπαθητικά τον Νίκο Οικονομίδη στην επιλογή των συγκεκριμένων ποιημάτων, με τα οποία θέλησε να διαλεχθεί η δική του τέχνη.
Μοντέρνος ο ζωγράφος με ποικίλα νεωτερικά στοιχεία στην τέχνη του επέλεξε σύγχρονους ποιητές, εκπρόσωπους της νεωτερικής ποίησής μας, επηρεασμένους εν πολλοίς από τον υπερρεαλισμό. Οι οκτώ από αυτούς ανήκουν στην ονομαζόμενη γενιά του ’70. Ο Στάθης Κουτσούνης έπεται χρονικά, αν και μπορεί να αναγνωρίσει κανείς στη γραφή, στις θεματικές και στην εν γένει ποιητική του χαρακτηριστικά και της γενιάς αυτής. Για να το πω με άλλα λόγια, η επιλογή στηρίχθηκε στην τεχνοτροπική και θεματική ομοιομορφία, η οποία μαρτυρεί τη γενεαλογική συγγένεια του Νίκου Οικονομίδη με τους ποιητές αυτούς, συνομηλίκους του, παιδιά της δικής του αβέβαιας, θα έλεγα, εποχής. Κυρίως όμως και ως συνέπεια αυτών η όλη εργασία του αποκαλύπτει ιδεολογικές συμπτώσεις, κοινές αγωνίες και υπαρξιακούς προβληματισμούς. Όντας, λοιπόν, συνεπής με την κοινή εποχή που τον συνδέει μαζί τους, αποδίδει με ανάλογο ζωγραφικό, έντονα υπαρξιακό, τρόπο όσα εκείνοι απέδωσαν με τις λέξεις και τις τεχνικές τους. Έχουμε, επομένως, προ οφθαλμών την καταγραφή του ίδιου φαινομένου και του ίδιου συναισθηματικού βάθους, την αυτή θεώρηση μιας κρίσιμης εποχής που στιγματίστηκε από τη δικτατορία και προβληματίστηκε με ιδιαίτερα αμφισβητησιακό και διαμαρτυρικό τρόπο, και διαψεύστηκε στους οραματισμούς της για μεγάλες αλλαγές, καταγραφή αποτυπωμένη από δύο διαφορετικές τέχνες, την ποίηση και τη ζωγραφική. Και ενώ οι ευσεβείς πόθοι των εν λόγω δημιουργών έμειναν ανεκπλήρωτοι, μετά την αμφισβήτηση ή τον καταγγελτικό τόνο που εκδήλωσαν με τις πρώτες τους εμφανίσεις, ακολούθησε μια συχνά αδιέξοδη εσωστρέφεια και προϊούσης της ηλικίας και της διάψευσης οι υπαρξιακοί προβληματισμοί και οι αγωνίες, η μόνωση και η μελέτη του θανάτου, θέσεις που διακρίνονται στα συμφραζόμενα των ποιημάτων και συνακόλουθα στις αντίστοιχες εικόνες του βιβλίου.
Αν η ποίηση εδράζεται στην εντύπωση των εικόνων της και στη δυνατότητα να παίρουν οι αχειροποίητες αυτές εικόνες διαφορετικές διαστάσεις και κατόψεις ανάλογα με τις μύχιες ανάγκες του αποδέκτη, η ζωγραφική, χάρη στον ποιητικό οίστρο που την διαπερνά (ποίηση και αυτή, κατά τον εύγλωττο ρηματικό τύπο «εποίει» των αρχαίων ζωγράφων των αγγείων), ενεργεί αντίστροφα, αποτυπώνει την εικόνα και προκαλεί μέσω αυτής, με αντίθετη φορά, από τα έξω προς τα ένδον, την ανίχνευση του βαθύτερου νοήματος και τη βούληση να αναδειχθούν τα υψηλά νοήματα.
Ο Νίκος Οικονομίδης επέλεξε ποιητές της αρεσκείας του, ποιητές της καρδιάς του, που κάτι εσώτερο, βιωματικό ή συναισθηματικό, τον συνδέει μαζί τους. Ωστόσο, η προτίμηση αυτή δεν είναι απλοϊκή ή ισοπεδωτική. Πέραν της κοινής μοίρας σε ένα πρώτο επίπεδο, χάρη στην οποία αποτύπωσε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, με έκτυπα τα στοιχεία της νοοτροπίας της εποχής του, ξεχώρισε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός και αυτά ανέδειξε με τον χρωστήρα του, εξειδικεύοντας και επιδιδόμενος έτσι σε έναν προσωπικό πλέον διάλογο με τον καθένα από αυτούς. Είναι το δεύτερο επίπεδο, ο χώρος της προσωπικής επαφής και σχέσης με τους ποιητές του. Γι’ αυτό και η συνομιλία εξατομικεύεται, με επιλογή μικρών ή μεγαλύτερων συνθεμάτων, τα οποία άλλοτε αποδίδει αφηγηματικά, άλλοτε με ρεαλιστικές πινελιές παρά την κυβιστική τεχνική του, άλλοτε με τις αγαπημένες του χρωματικές κλίμακες, όπου το μπλε και το κόκκινο κυριαρχούν σε διάφορες αποχρωστικές κλίμακες, άλλοτε με το γκρι, όταν προσπαθεί να συμφιλιώσει το μαύρο με το άσπρο, το φως με τον ζόφο. Άλλοτε, πάλι, προβάλλει ο ποιητής μέσα στον πίνακα, είτε σε πρώτο πλάνο είτε περιορισμένος, σε σμίκρυνση, ενώ συχνά, όταν απουσιάζει, η παρουσία του είναι διακριτική ως πνεύματος ή ως χαμένου προσώπου που πρέπει να αναζητήσουμε το σημείο του πίνακα, στο οποίο πιθανώς κρύβεται. Άλλοτε, τέλος, η απεικόνιση ξεχωρίζει για τον ιστορικό χαρακτήρα της, αφού αποδίδει εμφανώς τα σύμβολα και το νόημα του ποιήματος, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όταν το ποίημα οδηγεί σε υπαρξιακές αναζητήσεις και στα βάθη του υποσυνείδητου, η αποτύπωση οδηγεί σε μερική ή ολική υπερρεαλιστική απόδοση.
Είτε έτσι είτε αλλιώς ο στόχος του ζωγράφου βρίσκεται στην αποτύπωση, με πολλαπλές υποσημάνσεις, του περιεχομένου ποιήματος καταρχάς, της πρόσληψης της δικής του στη συνέχεια, και ακολούθως στην εικαστική απόδοση της εποχής του. Ως προς την τελευταία, θα λέγαμε ότι οι πίνακές του είναι πολύ επίκαιροι, αφού μεταδίδουν την αγωνία της ποίησης και στο σήμερα. Γιατί η γενιά του ζωγράφου προοιωνίστηκε ποιητικά όσα δραματικά συμβαίνουν στα χρόνια τα δικά μας και εξέφρασε τις ενοχές ή την αδυναμία της, μη μπορώντας να επιβάλει αλλότροπα τις πρώτες αρχές της.
Βλέπει, λοιπόν, και αποδίδει χαρακτηριστικά την περιπέτεια, τη μόνωση και τη συνομιλία με τον θάνατο του Γιάννη Βαρβέρη, την αίσθηση της αποδημίας και του κενού στα έργα του Νίκου Δαββέτα, την ανάδειξη της αίσθησης του κινδύνου για τον ανυπεράσπιστο άνθρωπο των καιρών μας, όπως τον αποδίδει ο Μάνος Ελευθερίου. Η νοσταλγία, η πορεία προς το άγνωστο, ο φόβος για το αύριο και το δραματικά αναλώσιμο του χρόνου είναι εμφανή στους πίνακες που αντιστοιχούν στα ποιήματα του Γιάννη Κοντού, οι συχνές χρωματικές αναφορές του οποίου πρέπει να ληφθούν υπόψει για την στεντόρεια εν προκειμένω συνομιλία ποίησης και ζωγραφικής. Στους πίνακες της ποίησης του Στάθη Κουτσούνη είναι έκδηλο το απρόσμενο που αδυσώπητο καραδοκεί, που άλλοτε αναθρώσκει, άλλοτε αναδύεται και άλλοτε έχεις την αίσθηση ότι ανασύρεται από κάποια μυστική δύναμη. Ο λαϊκός πόνος, η διάψευση του μόχθου, η αγωνία του απλού ανθρώπου, του αναξιοπαθούντος, ιδίως του ξένου με την ευρεία έννοια του όρου, διαπερνούν τους πίνακες για την ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου, στους οποίους η νοσταλγία για τις ωραίες μέρες της νεότητας και της αθωότητας της μεταπολεμικής Ελλάδας σχηματίζουν το υπόβαθρο ή το σκηνικό. Τα ποιήματα του Θανάση Θ. Νιάρχου μεταδίδουν και στον ζωγραφικό πίνακα τον ερωτισμό τους και την απολεσμένη παιδικότητα, η οποία υπό άλλους όρους διακρίνεται και στους πίνακες για την ποίηση του Στρατή Πασχάλη, με ευδιάκριτη επίσης σ’ αυτά την αποτύπωση ενός είδους μεταφυσικής ή καλύτερα συμπαντικής αγωνίας. Τέλος, το πένθος, ο φόβος ενός απειλητικού υπαρξιακού κενού και ο μαγικός κόσμος της ποίησης ως αντίδοτου στα δεινά διακρίνονται στις εικαστικές αποδόσεις των συνθεμάτων του Αντώνη Φωστιέρη.
Η δουλειά του Νίκου Οικονομίδη αποτελεί πρόταση σύνθεσης των τεχνών, πρόταση που, παρότι δεν είναι πρωτόγνωρη, όμως αποκτά κύρος, γιατί είναι συστηματική και όχι ευκαιριακή. Επί της ουσίας ερμηνεύει τόσο το κοινωνικό γίγνεσθαι όσο και την ανθρώπινη ψυχή που προσπαθεί να απαλλαγεί από την ειρκτή της. Συνερμηνεύει, ορθότερα, βαδίζοντας δίπλα δίπλα με τους ποιητές, τα πάθη του σύγχρονου ανθρώπου σε μια προσπάθεια εικαστικής απόδειξης όσων η ποίηση εν παραβολαίς ή κρυπτικά εκφράζει με τον δύσκολο στους καιρούς μας και συνήθως δυσανάγνωστο για τους αμύητους δικό της τρόπο. Θα είχε ενδιαφέρον πώς θα απέδιδε ένας μουσουργός τους πίνακες του Νίκου Οικονομίδη, ακολουθώντας ως παράδειγμα τις Εικόνες από μια Έκθεση του Μουσόργκσκι, στο πλαίσιο μιας συνάντησης και συμμετοχής και της μουσικής στον διάλογο των καλών τεχνών για τον φωτισμό και την απαλλαγή του ανθρώπου από τα ποικιλόμορφα δεσμά του.
–
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ
Καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο-Τμήμα Ιστορίας 8 ΜΑΙΟΥ 2012
ΑΕΤΟΠΟΥΛΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
ΔΗΜΟΥ Χ Α Λ Α Ν Δ Ρ Ι Ο Υ.
Γ. Στρούμπας, Ενσάρκωση και εξαΰλωση – 2013
–
Ενσάρκωση και εξαΰλωση
Ποιήματα προορισμένα, εκμεταλλευόμενα την κρυπτικότητά τους, να λειτουργούν πολυεπίπεδα, σε ποιο βαθμό είναι διατεθειμένα να υποκύψουν στην «ερμηνεία» ενός ζωγράφου και να ενσαρκωθούν, αποκτώντας οπτική αποτύπωση; Ασχέτως της καταδεκτικότητάς τους να ξεδιπλώσουν πτυχές του είναι τους, ο ζωγράφος Νίκος Οικονομίδης τα υιοθετεί και τα οδηγεί στοργικά σ’ έναν νέο κόσμο, σεβόμενος την ελευθερία και την αναπνοή τους, χωρίς να προξενεί ασφυξία περιχαρακώνοντάς τα. Βαρβέρης, Δαββέτας, Ελευθερίου, Κοντός, Κουτσούνης, Μαρκόπουλος, Νιάρχος, Πασχάλης και Φωστιέρης εμπιστεύονται ποιήματά τους στο καβαλέτο του Οικονομίδη, συνδημιουργώντας το πολύτιμο λεύκωμα «Στίχοι στο Καβαλέτο».
Το άπλωμα των ποιημάτων στον ζωγραφικό καμβά ίσως απειλεί να εγκλωβίσει την άυλη σκέψη σε δύο διαστάσεις. Τούτο όμως δεν συμβαίνει διόλου με τις «αναγνώσεις» του Οικονομίδη. Η αποτύπωση στη δισδιάστατη επιφάνεια συνυπάρχει με τη διάθεση του τελικού ζωγραφικού αποτελέσματος να ξεκολλήσει απ’ τον καμβά, να σηκωθεί, να γίνει τρισδιάστατο. Κι η τάση αυτή δεν σχετίζεται με ζωγραφικές τεχνικές απόδοσης των τριών διαστάσεων, όπως της προοπτικής· κάθε άλλο. Σχετίζεται με τη θεματολογία των πινάκων, μα και με τα ζωγραφικά υλικά τουΟικονομίδη, που καθιστούν το έργο του ανάγλυφο. Την ίδια λειτουργία υπηρετεί και η απόδοση του ζωγραφικού θέματος σε περισσότερους από έναν καμβάδες, που στέκονται συμπληρωματικά ο ένας πλάι στον άλλο και γεμίζουν τον χώρο. Αν για τον χαρακτηρισμό πολλών καλλιτεχνημάτων του Οικονομίδη επιστρατευόταν ο όρος «τρίγλυφα», δεν θα ’πρεπε να προσλαμβάνεται σε καμία περίπτωση μεταφορικά: κυριολεκτεί απολύτως.
Οι ανάγλυφες αποτυπώσεις του Οικονομίδη δεν επιτυγχάνονται μόνο χάρη στα «τρίγλυφά» του, μα και χάρη στα υλικά που χρησιμοποιεί. Κομμάτια χαρτί τίθενται το ένα πάνω στο άλλο προσδίδοντας όγκο στο ζωγραφικό έργο, υπηρετώντας ταυτόχρονα και το περιεχόμενο τωνοπτικοποιημένων ποιημάτων. Τα αλλεπάλληλα επιθέματα του Οικονομίδη στον πίνακα που εμπνέεται από το ποίημα «Υποψίες περί τα όργανα της τάξεως» του Γιάννη Βαρβέρη, συνθέτουν συμβολικά τη μηχανή των συνεργαζόμενων ζωτικών οργάνων του ανθρώπινου οργανισμού. Αλλού το «κυματιστό» γκοφρέ χαρτόνι αξιοποιείται προς μια ευρηματική αποτύπωση υδάτινων –και όχι μόνο– αντανακλάσεων. Ακόμη και οι ζωγραφικές επιλογές του Οικονομίδη συμβάλλουν στην εντύπωση του ανάγλυφου έργου. Ο καπνός του βαποριού, καθώς αποκολλείται από το σχεδιαστικό του πλαίσιο, δραπετεύει προς την τρίτη διάσταση του ύψους.
Η εικαστική αποτύπωση της ποιητικής αίσθησης, μέσα από την αφαίρεση με την οποία επιχειρείται, κατορθώνει, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, να κρατιέται κοντά στην ποιητική πρόθεση, εφόσον δεν περιορίζει την πολυσημία των ποιημάτων. Οι συχνά απροσδιόριστες μορφές τουΟικονομίδη υπηρετούν την πολυεπίπεδη εκπομπή μηνυμάτων. Ανακαλούν όμως και μια παιδικότητα, μια αθωότητα, θυμίζοντας παιδικές ζωγραφιές που αδυνατούν να αποτυπώσουν με ακρίβεια το θέμα τους, και το θολώνουν σαν να κυλιούνται στις λάσπες κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Οι ποιητικοί προβληματισμοί ενσαρκώνονται μέσω ποικίλων ιδεών αποτύπωσης. Η πνιγηρή πόλη αναλύεται στις ασαφείς μορφές και τις γκρίζες κλίμακες της ασφάλτου και του νέφους. Ο μαραζωμένος ψυχισμός περιφέρεται, θαρρείς, στον ασπρόμαυρο εφιάλτη παλιάς κινηματογραφικής ταινίας τρόμου. Το δελτίο εξαφάνισης επιχειρεί να χαρτογραφήσει την απώλεια σε παράλληλες γραμμές, οριζόντιες και κάθετες, οι οποίες θυμίζουν γεωγραφικούς μεσημβρινούς και παραλλήλους, ταγμένους στην απόπειρα του εντοπισμού.
Το φιλοσοφικό υπόβαθρο του Οικονομίδη δεν εξαντλείται στη συνομιλία με τα έργα των ποιητών του. Οι ζωγραφικοί πρόγονοι είναι παρόντες, μα όχι στην απλή στείρα μίμηση των τεχνικών τους, παρά σε ουσιώδη διάλογο. Οι κυβιστικές επιδράσεις, κυρίως από τον Πικάσο, στοχεύουν στην ανάδειξη θεμάτων μέσα από τον χωρισμό του πίνακα σε τομείς. Ο άντρας που ατενίζει τον ορίζοντα στεκόμενος στο μεταίχμιο του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου ενός σπιτιού (Μάνος Ελευθερίου, «Σε λυπήθηκαν τα πράγματα»), τοποθετημένος ο μισός πίσω από τον εξωτερικό τοίχο της οικίας κι ο άλλος μισός μπροστά του, σχολιάζει τη μεταιχμιακή ύπαρξη, μοιάζοντας να κατάγεται από πίνακες του Μαγκρίτ που φιλοσοφούν επί υπαρξιακών πιθανοτήτων. Διάφανη αποτυπώνεται η ανθρώπινη μορφή κι όταν, σε φασματική κατάσταση, ορίζει ως προορισμό της τον Αχέροντα.
Οι ζωγραφικές ενσαρκώσεις του Οικονομίδη όμως δεν επιθυμούν να περιχαρακώσουν ούτε τη ματιά του θεατή τους ούτε τα ποιήματα. Αν μέχρι ενός σημείου υλοποιούν τις ποιητικές ιδέες, από το ίδιο σημείο κι εξής τις προεκτείνουν. «Η μνήμη φωτογραφίζει ασπρόμαυρα» (Αντώνης Φωστιέρης), μα ο ζωγράφος έγχρωμα. Το χέρι που καλείται να κόψει το φρούτο (Γιάννης Κοντός, «Τα φρούτα και ο άνθρωπος») μπορεί και ν’ απλωθεί σαν σκιάχτρο προστατευτικό της καλλιέργειας. Η σχέση ποιήματος-ζωγραφικού πίνακα μεταστρέφεται. Το ποίημα παύει να είναι η αφορμή για τον πίνακα. Ο πίνακας παρέχει πλέον την αφορμή για νέα ποιήματα. Η εξαΰλωση της ζωγραφικής σε ιδέα συνιστά την εξέλιξη της τέχνης του Οικονομίδη σε αναστάσιμη.
–
Νίκος Οικονομίδης, «Στίχοι στο Καβαλέτο. Ζωγραφική και ποιήματα», εκδ. Τέχνης Οίστρος, Αθήνα 2011, σελ. 300.
Γράφει ο Γιάννης Στρούμπας , φιλόλογος-ποιητής.
Στίχοι στο καβαλέτο
–
Αφιέρωμα στο Νίκο Οικονομίδη
«Σε κάποιαν από τις τόσο συμπαθείς περιφερειακές αίθουσες εκθέσεων, στην “Χρυσόθεμι” του Χαλανδρίου, εγνώρισα με αληθινή ευχαρίστηση την εργασία ενός νέου ζωγράφου, του Νίκου Οικονομίδη. Μια πρώτη εμφάνιση που εντυπωσιάζει με τόσην ωριμότητα και τέτοια πειθαρχία στο σχέδιο και, κυριότατα, στο χρώμα. Πού ήταν κρυμμένος τόσα χρόνια ένας τόσο προικισμένος ζωγράφος, απορώ. Ωστόσο, τα έργα που παρουσίασε μας αποζημιώνουν: πίνακες δομημένοι με αυστηρότητα ταλέντου, με μια υψηλή, αρμονικά εκφρασμένη αίσθηση δομής , όπου λειτουργεί μια ματιά χρωματικά σεμνή, ματιά θεμελιακά κυβιστική.
[…] Εργοστάσια, πολυκατοικίες, σώριασμα οικοδομών με σίδερα, κεραίες της τηλεόρασης, θρίαμβο του τσιμέντου, ναυπηγεία με την υγρή τους λαμπερότητα, – ένας κόσμος αφιλόξενος, ακατοίκητος, που σου σφίγγει την καρδιά. Κάτω από ένα φως μεσογειακής ευκρίνειας και με τόνους χρωματικούς εξαιρετικής ευγένειας, το σύμπαν του Οικονομίδη μας στέλνει ένα σκληρό μήνυμα βουβαμάρας – έστω κι αν σ’ όλα του τα έργα επισημαίνουμε τα ίχνη του ανθρώπου, την εργασία του και το πέρασμά του. Η δουλειά του ζωγράφου είναι γεμάτη ψυχή και στοχαστικότητα που υπηρετούνται από το σταθερό του χέρι, την σίγουρη πινελιά του και μια κατάδηλη μελαγχολία που περπατεί στα γαλάζια του χρώματα, στους φουσκωμένους , μετακυβιστικούς ουρανούς του, σ’ αυτόν τον μέγα και μικρό κόσμο , όπου το μίνιο του μεγάλου πίνακα “Ναυπηγεία” δεσπόζει σαν ανοιχτή πληγή. Σημειώστε τ’ όνομα του Οικονομίδη. Η πορεία του θα είναι ανοδική , χωρίς ταλαντεύσεις».
Έτσι έγραφε το Μάιο του ’88 ο Κώστας Τσιρόπουλος σ’ ένα από τα τεχνοκριτικά του σημειώματα, στο τεύχος 197 της «Ευθύνης». Σήμερα, η Νέα Ευθύνη στρέφει το βλέμμα της πάλι στο Νίκο Οικονομίδη, αυτήν τη φορά, όχι στο ξεκίνημά του, αλλά σε μια γόνιμη, όπως τη διέβλεψε ο Κ. Τσιρόπουλος πορεία στα εικαστικά μας πράγματα.
Όλα αυτά ήταν τουλάχιστον ενθαρρυντικά για ένα νέο ζωγράφο. Η πρώτη μου έκθεση αφορούσε, κυρίως, παλιά εργοστάσια, τοπία αστικά, που τα είχα ονομάσει «τοπία της πόλης». Θυμάμαι τον εαυτό μου ν’ ανεβαίνει στα Τουρκοβούνια να χάνεται με τις ώρες παρατηρώντας την Πετρούπολη με τις πρώτες πολυκατοικίες, το νέφος, και στο βάθος την Πάρνηθα. Τώρα το αστικό τοπίο έχει «μεγαλώσει» μαζί μου, δεν την βλέπεις την Πεντέλη πια, όπως έχει χτιστεί. Εξακολουθούν, όμως, να με γοητεύουν τα παλιά, φθαρμένα βιομηχανικά κτίσματα, ιδίως όταν πηγαίνω στο Λαύριο. Η πατίνα του χρόνου με συγκινεί γι’ αυτό και το βλέμμα μου «κυνηγά» τα παλιά σπίτια. Ας πούμε, το Χαλάνδρι όπου έχω το εργαστήρι μου, παρά την απίστευτη οικιστική ανάπτυξη που σήκωσε τα περασμένα χρόνια, κρύβει απίστευτα παλιά αρχοντικά, εξοχικά της παλιάς Αθήνας. Κάποια από αυτά τα έχω σώσει κι εγώ στη ζωγραφική μου
Από το ξεκίνημα έως σήμερα η μετακυβιστική αντίληψη του τοπίου διαπερνά τη δουλειά του Οικονομίδη και μάλιστα κυριαρχεί και στη ματιά του για τα ανθρώπινα όντα. «Άνθρωποι που συχνά φέρονται εγκλωβισμένοι σε κουτιά – φυλακές που οι ίδιοι δημιούργησαν» επισημαίνει η Σάλλυ Μπέικερ, με αφορμή την έκθεση που παρουσίασε ο καλλιτέχνης στο Μπρίστολ, πόλη όπου θήτευσε καλλιτεχνικά και πήρε τις βάσεις για να συνεχίσει στο φημισμένο Slade School of Fine Arts στο Λονδίνο.
Πρωτοζωγράφισα στην ηλικία των 13 χρόνων περίπου, όταν μια ξαδέλφη μου έφερε ένα βιβλίο για τον Βαν Γκογκ. Αυτό το δώρο μου άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή… «τρελάθηκα» με τον άνθρωπο κι αυτήν τη ζωγραφική, μια ένταση πρωτόγνωρη που δεν μπορούσε παρά να είναι έκφραση μιας γνήσιας ζωής. Έτσι, μέσα σε λίγο καιρό, είπα «θα γίνω ζωγράφος». Κι ενώ ήμουν – αυτό που λέμε – «καλός μαθητής», στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου τότε, έμενα μετεξεταστέος, γιατί το μόνο που με απασχολούσε ήταν η ζωγραφική. Στη χούντα τα πράγματα ήταν περίεργα, πολύ καταπιεστικά, γι’ αυτό και σηκώθηκα κι έφυγα. Στην αρχή πήγα στη Γαλλία, αλλά είχα θέμα με τη γλώσσα και τους Γάλλους. Κι εκεί τα πράγματα ήταν άγρια, μόλις δύο χρόνια μετά το Μάη του ’68. Έτσι, πήγα στο Μπρίστολ αρχικά και μετά στο Slade (σχολή Καλών Τεχνών του UCL), που θεωρείτο και ήταν μία από τις πρώτες σχολές στην Αγγλία. Πέρασαν 8 μήνες για να ξεκινήσουμε να κάνουμε σχέδιο και τα’ άλλα παιδιά δεν ήξεραν καν να σχεδιάσουν. Ήταν η εποχή του αφηρημένου βλέπεις, που σ’ εμάς ήρθε πολύ μετά. Και τώρα, όμως, πιστεύω πως το σχέδιο είναι το αλφαβητάρι του ζωγράφου. Αν δεν ξέρεις να κάνεις σχέδιο, τότε δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.
Η επιστροφή στην πατρίδα για τον καλλιτέχνη σηματοδοτεί την αποφασιστικότητά του να συνομιλήσει με την «ελληνική αντίληψη» για το τοπίο. Η αρχιτεκτονική διάταξη του θέματος, της σύνθεσης και της οργάνωσης του τοπίου μέσα στον ζωγραφικό χώρο της επιφάνειας, συνιστούν κεντρικό ζητούμενο, αλλά με σύμβολα αναγνωρίσιμα, οικεία στο ελληνικό κοινό, όπως χάρτινα καραβάκια και γνώριμα θαλασσινά τοπία. Αντίστοιχα, το ανθρώπινο στοιχείο ακολουθεί τη λογική του κυβισμού, αλλά με μια εμφανή αντίθεση: σε σχέση με τα χρώματα της πόλης, όπου είναι μουντά και σκούρα, τα πρόσωπα του Οικονομίδη και ο περιβάλλων χώρος τους είναι πιο έντονα χρωματικά, υποδηλώνοντας τον αλληλοσυγκρουόμενο κόσμο τους. Ο ίδιος κάνει λόγο για «θυμωμένους ανθρώπους σε “θυμωμένες” πόλεις» και ομολογεί ότι ζωγραφίζει μορφές, με πρόθεση να βγάλει στην επιφάνεια τις ψυχικές τους καταστάσεις, να καταθέσει την εσωτερική τους διαδρομή.
Από το 2000 και για μία δεκαετία ο ζωγράφος επιχείρησε να «σαρκώσει» ζωγραφικά αγαπημένους στίχους από σύγχρονους έλληνες ποιητές. Σε μια παραγωγή 200 περίπου έργων, ο Οικονομίδης εξομολογείται πως ήταν ένα προσωπικό στοίχημα, «το να βγάλω δηλαδή μέσα από ποιητές, σχήματα, χρώματα».
Δε νομίζω ότι εικονογραφώ, πιο σωστά θα έλεγα αποδίδω. Ο τρόπος μου να προσεγγίζω κάποια ποιήματα είναι να τα «εικαστικοποιώ», ας επιτραπεί ο όρος. Αυτό είναι κάτι που έκανα φυσικά, δε βγήκε στην πορεία. Παλιότερα είχα ξεκινήσει με τον Ελύτη, τον Παναγιωτόπουλο, τον Καββαδία και με διάφορους άλλους, αλλά τελικά κατέληξα με μια ενότητα εννέα ποιητών: τον Μάνο Ελευθερίου τον γνώριζα από παλιά. Ο σύνδεσμός μου ήταν ο Κοντός που τον γνώρισα γύρω στο ’99∙ κατόπιν, ο Γιάννης μου γνώρισε όλους τους άλλους: Βαρβέρης, Δαββέτας, Κουτσούνης, Μαρκόπουλος, Νιάρχος, Πασχάλης και Φωστιέρης.
Ο Νίκος Οικονομίδης επέλεξε ποιητές της αρεσκείας του, ποιητές της καρδιάς του, που κάτι εσώτερο, βιωματικό ή συναισθηματικό, τον συνδέει μαζί τους.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι συν-εργάστηκα με τους ποιητές. Τους εξήγησα αρχικά την πρόθεσή μου, αλλά δεν έμεινα σε αυτό. Μιλούσα μαζί τους προσπαθώντας να δω και ν’ αποτυπώσω το δικό τους βλέμμα. Οπότε, μιλούσαμε για ποιητές, για χρώματα και για ζωγράφους που αγαπούσαν, γιατί οι περισσότεροι έχουν σχέση με την ζωγραφική και μάλιστα έχουν γράψει, όχι μόνο ποιήματα, αλλά κριτικά δοκίμια και μεταφράσεις. Ειδικά ο Κοντός είχε λαμπρά κριτικά σημειώματα και του οφείλουμε πολλά και σε αυτό. Οι κουβέντες μας είχαν τη μορφή κανονικών συνεντεύξεων, αλλά και όταν βγαίναμε ακόμη, έμπαινα στον πειρασμό και ρωτούσα κι άλλα πράγματα, ψάχνοντας για το πώς γράφουνε ή πότε γράφουνε. Απ’ αυτήν την άποψη θεωρώ τον εαυτό μου «προνομιούχο», γιατί έχω κάνει πορτρέτα μέσα στον προσωπικό τους χώρο, στο δικό τους «εργαστήρι». Ξεχώρισα του Πασχάλη, ένα υπόγειο στο σπίτι του στο Ψυχικό. Κι αυτό γιατί έχει πλακάκια κι εμένα μ’ αρέσει πολύ αυτό το στοιχείο, το χρησιμοποιώ κατεξοχήν στο έργο μου κι είναι ένα «σύμβολο» που με χαρακτηρίζει. Ο Νιάρχος κρατά ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, ενώ ο Βαρβέρης έχει δικό του γραφείο. Αντίστοιχα, ο Γιώργος Μαρκόπουλος γράφει, κυρίως, στο κρεβάτι του, παίρνοντας ένα τραπεζάκι. Ένα σύμπαν από απίστευτα αντικείμενα είναι το σπίτι του Κοντού, χανόσουν κυριολεκτικά σε παλιά παιχνίδια, παλιές του μνήμες. Στην πορεία, ήθελα να κάνω μία έκθεση με τους ίδιους μέσα στο χώρο τους, αλλά μας πρόλαβαν τα «δύσκολα» χρόνια…
Η απεικόνιση ξεχωρίζει για τον ιστορικό χαρακτήρα της, αφού αποδίδει τους ίδιους τους ποιητές και τα σύμβολά τους. Όμως η αξία της σειράς δεν έγκειται απλώς στην καταγραφή μιας γενιάς ποιητών.
Πολλά στοιχεία της δουλειά μου ή, καλύτερα, φάσεις όπως τοπία αστικά, εσωτερικά εργαστηρίου και εσωτερικά σπιτιών, αντικείμενα όπως νεκρές φύσεις και άνθρωποι, ενσωματώνονται μέσα σε αυτή τη δουλειά ακόμη πιο αφαιρετικά. Μέσα στα ποιήματα δηλαδή έβλεπα κομμάτια της δουλειά μου, οι στίχοι «έδεναν» με το έργο μου. Βέβαια, βγήκαν και αρκετά έργα εντελώς αφαιρετικά, «αυθαίρετα» Γι’ αυτό είπα ότι είναι «εικαστικοποίηση», για να το πούμε αλλιώς, είναι μια μεταγραφή. Υπάρχουν σύμβολα αναγνωρίσιμα από το έργο των ποιητών, αλλά είναι καμωμένα δίπλα σε δικά μου σύμβολα, δικούς μου ζωγραφικούς κώδικες. Για παράδειγμα, το «παιδικό» καραβάκι, που συζητήθηκε πολύ με τους Ολυμπιακούς, εγώ είχα αρχίσει να το χρησιμοποιώ στο έργο μου από το ’92, κι είναι μια παρόμοια ζωγραφική «εμμονή», όπως το μαυρόασπρο τετράγωνο στο δάπεδο, στο σκάκι, κ.α. Αυτό το «κουβαλώ» από παιδί, μάλλον ανάμνηση από το πατρικό μου σπίτι στο Φάληρο. Γι’ αυτό και πολλά στοιχεία ενός έργου δεν είναι μέσα στο κλίμα του ποιήματος, αλλά ενταγμένα στο δικό μου, προσωπικό σύμπαν. Σε αρκετά μάλιστα, έχω ξεφύγει τόσο που συνθέτουν ένα όλως «άλλο» έργο. Μπορεί οι τέχνες να πλησιάζουν η μία την άλλη, αλλά καθεμιά έχει τη δική της έκφραση. Λόγουχάρη, όπως όταν στη μουσική μελοποιούμε ένα ποίημα, το μουσικό κομμάτι έχει «κάτι» που είναι δικό του, έτσι και η εικαστική μεταγραφή διατηρεί την αυτονομία της.
Πριν από μερικά χρόνια αποτύπωσε το πάθος του για την ομάδα της Α.Ε.Κ. σε μια σειρά από έργα, που υμνούν τον κόσμο της προσφυγιάς.
Στη συνείδηση όλων εμάς που κουβαλάμε μνήμες από τους πατεράδες μας, η ΑΕΚ δεν είναι μόνο μια αθλητική ομάδα. Ειδικά τώρα, που επανέρχεται το δράμα της προσφυγιάς, όσοι έχουμε ρίζες από την Πόλη και την Μικρασία τό χουμε ζήσει στο πετσί μας. Δεν είναι από τα πράγματα που συζητάμε στη σύγχρονη ιστορία μας, αλλά τότε αυτούς τους ανθρώπους τους έλεγαν «τουρκόσπορους» και χρειάστηκαν πολλά χρόνια μόχθου, προκειμένου να ενταχθούν ισότιμα στην ελληνική κοινωνία. Δυστυχώς, η ιστορία επαναλαμβάνεται! Κι ένα από τα πράγματα που μετανιώνω είναι που δεν πήγα στην Πόλη όσο ζούσε ο πατέρας μου. Την επισκέφθηκα αργότερα, και προσπάθησα να αναβιώσω όσα άκουγα από αυτόν και την αδελφή του που ζούσε κοντά μας. Γι’ αυτό και αγαπώ την ΑΕΚ, γιατί έχω ακόμη ζωντανή την ανάμνηση: 5 χρονών πιτσιρικάς μέσα στο γήπεδο, πιασμένος από το χέρι του πατέρα μου. Με τίμησαν μάλιστα από την ομάδα άνθρωποι, που μικρός τους έβλεπα «γίγαντες», είχαν δηλαδή μια συμβολική αξία και ήταν για μένα τα χρόνια της νιότης μου.
Τώρα, στα χρόνια της κρίσης, ο Οικονομίδης έχει ανοίξει το εργαστήρι του σε νέους «ποιητές», στα παιδιά που δίνουν χρώμα στα όνειρά τους και θέλουν να γίνουν ζωγράφοι. Λάμπει το πρόσωπό του, όταν μιλά για τη νεότερη στα χρόνια μαθήτριά του, ηλικίας μόλις 5,5 χρόνων.
Όταν πρωτοάρχισα να κάνω μαθήματα μες στην κρίση, ήθελα να βοηθήσω, να σταθώ σε κάποιους ανθρώπους με τις δυνάμεις μου, όπως μπορώ. Η ιδέα, λοιπόν, ήταν να παραδίδω δωρεάν μαθήματα σ’ ανέργους. Εδώ στο Χαλάνδρι το 2013, μαζευτήκανε αρχικά περίπου 100 άτομα. Έτσι, φτιάξαμε και δεύτερο τμήμα.
Χρησιμοποιούσα το παράδειγμα του Μοντριάν, όπου ξεκινώντας από το σχέδιο έφτανε στην απόλυτη αφαίρεση. Έτσι πιστεύω ότι αν κατακτήσεις το σχέδιο, μπορείς να φτάσεις στην τέχνη του Ρόθκο, του Μάλεβιτς, οτιδήποτε βάλεις με το νου σου. Εγώ δεν μπορώ ν’ αντέξω τα παιδιά που βγαίνουν από μια σχολή, κάνουν αφαίρεση κατευθείαν, χωρίς να έχουν σωστές βάσεις. Τα τελευταία, όμως, χρόνια, βλέπω πάλι το επίπεδο της Σχολής Καλών Τεχνών ν’ ανεβαίνει.
Πιστεύω ότι ο δάσκαλος είναι μεγάλη ιστορία, γιατί αυτό που έχεις να μάθεις αφορά, κυρίως, τεχνικά ζητήματα. Ό,τι άλλο έχεις, είναι μέσα σου. Ο Μόραλης, για παράδειγμα, ήταν μεγάλος δάσκαλος κι αυτό φαίνεται στο ότι δεν ήθελε να βγάλει «μοραλάκια». Κοντά του μάθαινες πράγματα, χωρίς να επιβάλλεται και να επικαλύπτει το όποιο ταλέντο στη δική του αυθεντία. Δεν ήταν δηλαδή αυθέντης των μαθητών του, όπως επιχείρησαν άλλοι δάσκαλοι. Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, γιατί κι ο δάσκαλος ασκεί εκ των πραγμάτων εξουσία, που σε παγιδεύει. Αυτό το καταλαβαίνω τώρα που διδάσκω και συχνά ξεφεύγει αυτό το «κάντο και λίγο έτσι», ώστε να πλησιάζει στο δικό μου βλέμμα, στο δικό μου ζωγραφικό τρόπο.
Σ’ όλη την κουβέντα μας, κυρίαρχη παρουσία είχε ο Γιάννης Κοντός, σα να μην έφυγε, σα να ήταν παρών, όχι μόνο στην σκέψη, αλλά και στα σχέδια ακόμη του ζωγράφου. Μια φράση του αγαπημένου ποιητή φανερώνει πολλά για την τέχνη του Οικονομίδη: «Στους περισσότερους πίνακές του υπάρχει το δάπεδο, με τα παλιά μπλε πλακάκια. Ένα σκάκι θανάτου. Όπου η ζωή και η Τέχνη ζητάει να κερδίσει το μερτικό της… Εκείνο όμως το πλακάκι (μία άσπρο, μία μαύρο, μία μπλε) σαν μόνιμο μοτίβο είναι μια μουσική που μας ακολουθεί και μας προσκαλεί σ’ ένα παιχνίδι που δεν τελειώνει ποτέ».
ΤΑ ΤΡΑΠΕΖΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ
–
Τραπέζια που συνομιλούν αναμεταξύ τους.
Τα μεν αναρτημένα, τα δε προσφερόμενα στο κοινό.
Διαφορετικές οι διαδρομές τους και κοινές ταυτόχρονα.
Ο Οικονομίδης αγαπά τα τραπέζια. Αποτελούν σημείο αναφοράς για πολλά. Είναι φιλόξενα , χρήσιμα ,διαθέσιμα στην ανθρώπινη επαφή, τη συνάντηση-επικοινωνία- την ώρα τη χαλαρή τη δύσκολη και εκείνη της μοναξιάς.
Ένας ολόκληρος κόσμος ζει γύρω τους.
Ένα φλυτζάνι καφές ,ένα τσιγάρο σβηστό.
Γέλια ,λυγμοί υπό έλεγχο ,σκέψεις ,αποφάσεις.
Δύσκολες , ευχάριστες.
Πόσα δεν έχουν ειπωθεί ,πόσα δεν έχουν συζητηθεί…..
Αποχωρισμοί ,έρωτες ,συνομιλίες περί πολλών.
Καθισμένη σε ένα τραπέζι του Polis Art Cafe παρατηρώ τα αναρτημένα τραπέζια καθώς με αντικρύζουν μέσα από τις ποικίλες φόρμες τους.
Αισθάνομαι σαν κάτι να μου ζητούν, αναρωτιέμαι τι.
Σηκώνομαι και τα πλησιάζω.
Ένας ψίθυρος έρχεται στα αυτιά μου:
– Μίλα για μας ,εξήγησε στους ανθρώπους ότι ζούμε μαζί τους ,τους συντροφεύουμε ,τους ακούμε.
– Μόλις αυτό έκανα ,τους απαντώ ,ελπίζω να τα κατάφερα…..
Λήδα Παναγιωτοπούλου ,Νοέμβριος 2016
ΚΕΙΜΕΝΟ ΖΩΗΣ ΨΑΡΡΟΥ
–
Ήταν ένα πρωϊνό φθινοπώρου στα μέσα της δεκαετίας του 1980 που δέχομαι την επίσκεψη στην μικρή μου Αίθουσα Εκθέσεων Ζωγραφικής, έναν νέο άνδρα, ντροπαλό, συνεσταλμένο θα έλεγα, που έδινε την εντύπωση ότι είναι οικείος με το περιβάλλον.
Και αποχωρεί.
Μια δεύτερη επίσκεψη μου συστήνεται σαν ζωγράφος με σπουδές προκαταρκτικές στην Ελλάδα και εν συνεχεία σπουδές στην Αγγλία.
Αμέσως καταγράφεται στους καλλιτέχνες που θα συνεργαζόμαστε μελλοντικά.
Ήτανε τόσο οικείος – άμεσος.
Ξεκινάει από τότε η συνεργασία μας και συνεχίστηκε μέχρι που παρέλαβε την αίθουσα η Λήδα.
Ο Νίκος σύντομα ξανοίχτηκε πέραν των στενών ορίων της περιοχής μας και παρουσίασε τις καινούργιες του δουλειές και σε άλλες Αίθουσες Τέχνης.
Η τέχνη του στρέφεται σε διάφορους τομείς. Από το να απεικονίζει την καθημερινή ζωή, τη φύση και περνάει σε απεικονίσεις πορτραίτων πνευματικών ανθρώπων που θαυμάζει και που γίνεται μέλος μιας μεγάλης ποιητικής συντροφιάς.
Η μια τέχνη η ζωγραφική, γίνεται τροφή για την άλλη, αυτή της ποίησης.
Ο Νίκος Οικονομίδης είναι ένας καλλιτέχνης πολύ εργατικός, αεικίνητος, ενήμερος για τα πάντα, πρόθυμος να σου προσφέρει την φιλία του, την ζεστασιά του, προτερήματα τόσο πολύτιμα στις σχέσεις των ανθρώπων.
Ζωή Ψαρρού
Χαλάνδρι, 12 Οκτωβρίου 2017
(από το βιβλίο 50/30)
–
Η Γκαλερί Χρυσόθεμις χαιρετίζει με χαρά την επετειακή έκθεση του Νίκου Οικονομίδη τιμώντας την τριαντάχρονη σχέση του με την γκαλερί, όταν το 1988 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στον χώρο της.
Αρμοδιότερη να μιλήσει για αυτό η Ζωή Ψαρρού, ιδρύτρια της γκαλερί, που με συνέπεια και γνώση έδινε πάντα βήμα στους νέους δημιουργούς, οι οποίοι άρχιζαν τη εικαστική τους διαδρομή και στη συνέχεια άνοιγαν τα φτερά τους και για άλλους χώρους και χώρες διατηρώντας –οι περισσότεροι –αταλάντευτη την σχέση τους με την πρώτη αίθουσα τέχνης που τους έδωσε την δυνατότητα να εκθέσουν τα πρώτα έργα- δείγματα της δουλειάς τους.
Εγώ θα ήθελα μόνον να πω ότι ο Νίκος Οικονομίδης συνεχίζει ακούραστος την δημιουργική του πορεία εκθέτοντας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό την ποικίλης θεματολογίας δουλειά του.
Πληθωρικός ,ανήσυχος, συνεχίζει να βάζει δύσκολα στοιχήματα με τον εαυτό του αντλώντας από τα βάθη του σκέψεις και συναισθήματα αλλά και συνομιλώντας δημιουργικά με σημαντικούς καλλιτέχνες και με σπουδαίους ποιητές .
Η Χρυσόθεμις τού εύχεται να συνεχίσει με την ίδια αγάπη και το ίδιο πάθος την εικαστική του διαδρομή δημιουργώντας νέα στοιχήματα αλλά και απολαμβάνοντας όσα έχει κατακτήσει.
Λήδα Παναγιωτοπούλου
Δεκέμβριος 2017
(από το βιβλίο 50/30)
ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ
–
Αλήθεια, πόσο έκθαμβος μένει κάποιος, κοιτάζοντας τα έργα του Νίκου Οικονομίδη!
Και πράγματι, τι φωτεινά έργα είναι αυτά! Ολοφώτεινα, ονειρικά. Τραπέζια, τραπέζια της αυλής- απογευματινού «σπιτιάτικου» καφενείου όπου ήπιαν τον καφέ τους και κάπνισαν τα τσιγάρα τους, άνθρωποι μοναχικοί, ζευγάρια φτωχών μεσόκοπων. Τραπέζια φαγητού με το κρασί και το «SΑΝΤΕ» να στιλβώνουν την θύμηση. Όλα στους πίνακες αυτούς του Νίκου, τα αγιάζει η παλαιά ανέχεια και η αχλύ της μνήμης. Τραπέζια με τα πινέλα ζωγράφων, όπου πίσω αριστοτεχνικά τοποθετημένος λάμπει πότε ο πίνακας και πότε το παράθυρο με την ήρεμη θάλασσα και μια βαρκούλα χάρτινη, χειροτεχνίας μαθητού Τρίτης Δημοτικού. Τραπέζια χαρτοπαικτών, όπου τσακώθηκαν και τα παράτησαν με τα πλακάκια στο δάπεδο μισοριγμένα, να σηματοδοτούν τον μίζερο χώρο. Τραπέζια με «λεονταροπόδαρα» της δεκαετίας του ΄60 και πάνω τους γράμματα ανθρώπων, γυναικών, που τις αγαπήσαμε και τις «ρούφηξε» η μετανάστευση και παντρεύτηκαν εκεί, τονίζοντας έτσι αφημένα καθώς είναι, την ματαιότητα στους παραλήπτες τους. Τραπέζια με φρούτα που μόλις φαγώθηκαν, τραβήξαμε ότι έμεινε στο ταπεινό τραπεζομάντηλο, και τα παιδιά άπλωσαν τα τετράδια της ορθογραφίας τους, μια και το σπίτι ήταν μικρό και δεν υπήρχε άλλος χώρος, ούτε άλλο τραπέζι. Και όλα αυτά συνοδευόμενα από ποιήματα, σπουδαία ποιήματα, που δείχνουν την αγάπη του Νίκου για την τέχνη αυτή.
Και μια και αναφερθήκαμε στα ποιήματα, σε μια άλλη σειρά έργων, τα οποία ξεκίνησαν και στηρίζονται περισσότερο στα πρόσωπα των ποιητών και στα γραπτά τους, οι πίνακες εκεί, πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, παρά την αδιόρατα νεκρή φύση που ένα έμπειρο όμως μάτι διακρίνει σε ολόκληρο το έργο του ζωγράφου, βγάζουν μέσα μας μιαν ευφρόσυνη γλύκα καλοκαιρινής βραδιάς στο πατρικό μας, παλιά, στην εξοχή. Και τούτο ακόμη: αυτοί, οι πίνακες δηλαδή, κατορθώνουν πάντα μα πάντα, να προσδώσουν μιαν ηλιογένεια και μια «φωτογένεια της αθωότητας» – για να χρησιμοποιήσω μια προσφιλή μου έκφραση – ανεξαγόραστη, ιαματική, ευεργετική και βαθύτατα λυτρωτική, μέσα από μια «κίτρινη φωτεινή ζελατίνα» καθώς με αυτόν τον τίτλο στην έκθεση του Νίκου «Κίτρινο και Μαύρο» ζωγραφική για την Α.Ε.Κ. επεσήμανα τα εξής :
….«όσον αφορά τους πίνακες ζωγραφικής, αυτό που συνάγουμε είναι ότι για άλλη μια φορά η εξαιρετικής ποιότητας τέχνη, παραμένει και θα παραμένει για πάντα ο καλύτερος δρόμος για να ερχόμαστε σε επαφή με την κρυμμένη ομορφιά του κόσμου και της ζωής.
Και πράγματι, ο Νίκος εδώ, αυτό πετυχαίνει: να αναδείξει την ομορφιά η οποία φωλιάζει πίσω από κάθε κίνηση, πίσω από κάθε απλή τάχα ανα-παράσταση φάσεων παιχνιδιού.
Με χρώματα υπέροχα φέρνει μνήμες άλλες, από χαμένες πατρίδες π.χ. ή από τηναμεριμνησία της παιδικής μας αθωότητας.»
Αλλά, για να είμαστε πληρέστεροι, και άλλα, και άλλα, και άλλα, σπουδαία και διαφορετικά, εντοπίζουμε στο έργο του Νίκου: μια μουντή καταθλιπτική μεγαλούπολη όπως φαίνεται η Αθήνα από ψηλά. Ανθρώπους ακόμη, παραμορφωμένους, ή κατακρεουργημένους από τον πόνο και την ψυχική ερημιά. Τοπία επίσης, που έχουν αποδοθεί με ανυπέρβλητα καλλιτεχνική αρτιότητα, όπως το Άγιον Όρος, το Ναύπλιο και η Κωνσταντινούπολη, όπου καθώς παρατηρεί και η Λήδα Παναγιωτοπούλου σε ένα σημείωμά της στον κατάλογο της ομώνυμης έκθεσης γράφοντας: … «Καθώς φτάνουμε στο τέλος αυτής της εικαστικής διαδρομής, νιώθουμε ότι η ζωγραφική ματιά αποτελεί, πάντα, μια ιδιαίτερη «συνομιλία» με τους ανθρώπους, τα κτίσματα, τη φύση. Και δεν έχει σημασία που οι ανθρώπινες φιγούρες απουσιάζουν. Η ανθρώπινη περιπέτεια είναι παρούσα.»
Γιώργος Μαρκόπουλος
Ιανουάριος 2018
(από το βιβλίο 50/30)
Κυβισμός, ρεαλισμός ,αφαίρεση
–
Ομολογώ ότι με έφερε σε σχετικά δύσκολη θέση η πρόταση του Νίκου Οικονομίδη να μιλήσω στα εγκαίνια της αναδρομικής του έκθεσης ζωγραφικής και για το λεύκωμά του με τίτλο 50 χρόνια ζωγραφική. 30 χρόνια μετά (Χρυσόθεμις 1988-2018), που περιλαμβάνει κείμενα και ζωγραφικά έργα δικά του, καθώς και άρθρα και ποιήματα τρίτων, γιατί δεν είμαι ειδικός, παρότι η έκδοση περιέχει πορτρέτα, ποιητικά δοκίμια και στίχους ελλήνων ποιητών, πλευρά που θα με ενδιέφερε.
Αποφάσισα τελικά να συμμετάσχω στην εκδήλωση για λόγους όχι μόνο συναισθηματικούς (γιατί με συνδέουν κοινές εμπειρίες φιλικές και πνευματικές με τον Νίκο Οικονομίδη) μα και για άλλους, τους οποίους θα προσπαθήσω να εξηγήσω.
Σκεπτόμουν αρχικά να σχολιάσω πολύ γενικά τη ζωγραφική του Νίκου Οικονομίδη και τη φιλική μου σχέση μαζί του, μέσα από το βλέμμα του συγγραφέα, με έναν τρόπο εντυπωσιολογικό, ιμπρεσιονιστικό, που μου ταιριάζει σε περιπτώσεις όπως αυτές, όπου κινούμαι σε ολισθηρό, άγνωστό μου έδαφος, προσέχοντας τα βήματά μου.
Ευτυχώς, όμως, βρήκα και ένα πιο ειδικό στοιχείο το οποίο με συνδέει με τη ζωγραφική του τιμώμενου, πέρα από όσα προανέφερα. Αφορά ένα βασικό χαρακτηριστικό της τέχνης του, που είχα εδώ και πολλά χρόνια προσεγγίσει πρωτογενώς, αλλά και από κείμενα τρίτων, και βέβαια από τα σχόλια του ίδιου του Νίκου που υπάρχουν και στο ανά χείρας λεύκωμα σχετικά με την τεχνοτροπία του.
Το γεγονός, δηλαδή, ότι είναι επηρεασμένος από τον κυβισμό και τον μετακυβισμό, του Πικάσο του Μπρακ, από τις απόψεις του Ματίς και άλλων, μου δίνει λαβή να μιλήσω και από μια εντελώς ερασιτεχνική τεχνοκριτική σκοπιά για τις εικόνες του,
Αλλά προσοχή: σε ένα πρώτο επίπεδο εν σχέσει προς τη συγγένεια των τρόπων του με τη δική μου στη γραφή. Δεν θα αναφερθώ, οπωσδήποτε στους δικούς μου τρόπους αναλυτικά, θα ήταν άσκοπο, άκομψο και σντιδεοντολογικό. Αλλά θα κάνω μια νύξη, γιατί αυτή θα με βοηθήσει να εξηγήσω όσα εισαγωγικά προείπα για την απόφασή μου να είμαι απόψε ένας εκ των δύο ομιλητών σε αυτή την μεγάλη αναδρομική έκθεση του φίλτατου Νίκου Οικονομίδη.
Λοιπόν η συγκεκριμένη τεχνοτροπία που υιοθέτησε ο ζωγράφος μας με ενδιαφέρει και κάπως έχω ασχοληθεί, επειδή ένας κριτικός κάποτε συσχέτισε τη γραφή μου με τον κυβισμό. Δεν ξέρω ακόμα εάν είχε δίκιο, για μένα πάντως ήταν μια αφορμή να προσέξω λίγο περισσότερο το θέμα.
Εντυπωσιολογικές, οπωσδήποτε συνεχίζω να το τονίζω, θα είναι οι κρίσεις μου επί του θέματος, εντάσσοντας σ’ αυτές και κάποια σχόλια που κάνει ο Νίκος σχετικά με την ιδιαίτερη επαφή του με τον κυβισμό και με τον μετακυβισμό, τις ενδιαφέρουσες και, όπως είπα, συγγενικές μου έννοιες.
Αμέσως εξηγώ πιο αναλυτικά τα προηγούμενα:
Από την πρώτη μου επαφή εδώ και περίπου είκοσι χρόνια με τα έργα του Οικονομίδη μου είχαν κινήσει τα μάλα το ενδιαφέρον. Και δεν μιλώ μόνο για κάποιες τοπιογραφίες ή προσωπογραφίες, μα και για άλλα κομμάτια όπου το άτομο εντάσσονταν στον χώρο με έναν ιδιαίτερο ρεαλιστικό πλην ταυτόχρονα και με έναν μη ρεαλιστικό ακόμα και σουρεαλιστικό τρόπο.
Οι τρόποι του ζωγράφου μας σε συνδυασμό με αυτό που είχε αποτυπωθεί στη συνείδησή μου μετά το σχόλιο του κριτικού για τα βιβλία μου, με παρακίνησαν να κάνω κάποιους συσχετισμούς και παρατηρήσεις. Να προσθέσω και την άποψη του ίδιου του Οικονομίδη ότι δεν επιθυμεί την αφαίρεση και έλλειψη, ώστε να γίνει αντιληπτό το πλέγμα των σκέψεών μου συνολικά.
Εάν, λοιπόν, συμβαίνει, όπως εγώ τουλάχιστον το αντιλαμβάνομαι πρωτογενώς, η γραφή μου να κινείται ισορροπώντας ανάμεσα στον κυβισμό και στον ρεαλισμό, συγγενική με την τέχνη του Οικονομίδη σε κάποιο βαθμό, τότε αντιλαμβάνεται κανείς τον βασικό λόγο για τον οποίο αποφάσισα να σχολιάσω τα έργα του Οικονομίδη.
Ναι, λοιπόν, η πραγματικότητα με ενδιαφέρει κυρίως, η ρεαλιστική σε πρώτο βαθμό απεικόνιση, αλλά αυτή η προσέγγισή μου θέλω να γίνεται εν φαντασία, γιατί όπως έλεγε και ο σπουδαίος Ίνγκμαρ Μπέργκμαν η ανάγνωση της πραγματικότητας απαιτεί φαντασία. Αυτό πιστεύω εφαρμόζει και ο Οικονομίδης.
Και συνεχίζω επανερχόμενος σε ένα κρίσιμο σχόλιο. Το τι ήθελε να συνθέσει ο ζωγράφος οπωσδήποτε μας δίνει να το καταλάβουμε ρηματικά με τις γραπτές επεξηγήσεις του στο λεύκωμα. Δηλαδή τονίζει, όπως ήδη είπα, ότι με ένα δικό του ιδίωμα επιχειρεί να συνδυάσει κυβισμό, μετακυβισμό και ρεαλισμό.
Από τον κυβισμό και μετακυβισμό ο Οικονομίδης διαλέγει σε κάποιο βαθμό τη γεωμέτρηση των σχημάτων, την επαφή με τον χώρο όπου η κυλινδρικότητα, η σφαιρικότητα και η κωνικότητα είναι η βάση της ανάπτυξης του εικονιστικού θέματος. Αυτή η χειρονομία εδραιώνει την αίσθηση ότι ο ζωγράφος, οπαδός περισσότερο του αναλυτικού κυβισμού επιχειρεί να αντιμετωπίσει σε μεγάλο βαθμό ορθολογικά τον κόσμο που παριστά, αν και πολλές φορές εκτρέπεται από αυτήν την πορεία, προτείνοντας εικόνες όπου η ονείρευση η, τέλος πάντων, η ασυνείδητη προβολή κυριαρχεί.
Δεν θα μπω σε άλλες λεπτομέρειες που ένας τεχνοκριτικός δεν θα απέφευγε, γιατί όπως είπα δεν έχω τη δυνατότητα προσπέλασης της ζωγραφικής του Οικονομίδη με θεωρητικά καθαρά μέσα.
Και πάλι συσχετίζοντας τον κυβισμό του Οικονομίδη με τη δική μου γραφή, να πω γι’ αυτή σε όσους την αγνοούν, ότι είναι ελλειπτική και αφαιρετική σε ένα βαθμό, κάτι που δεν συναντάται με το βλέμμα του πρώτου, ο οποίος θέλει τις εικόνες του, σύμφωνα τουλάχιστον με τις δηλώσεις του παραστατικές. Αλλά έχουν έτσι τα πράγματα όσον αφορά θεωρία και πράξη στην περίπτωση του τελευταίου;
Ανέκαθεν ο κυβισμός, αυτή η γεωμέτρηση του κόσμου με ενδιέφερε. Η παρατήρηση ενός αντικειμένου, μιας χειρονομίας, μιας φράσης κλπ από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Διασταυρώνομαι, λοιπόν, με τον τιμώμενο. Όμως, σε ένα άλλο επίπεδο, η δική μου χρωματικότητα αλλάζει τόνικότητες, ενώ όσον αφορά την απόδοση του χώρου μέσω της άρνησης του ενιαίου φωτισμού και του σταθερού σημείου θέασης, το βάθος είναι απροσδιόριστο.
Για μένα οι γεωμετρήσεις που έφερε ο κυβισμός ήταν μια καλή πρόθεση για να αποδείξω την ματαιότητα της καθαρής χειρονομίας αυτής στο πεδίο της γραφής, ορίζοντας την πάντα μιλώντας για γραφή, είτε κινηματογραφική είτε για λογοτεχνική, ως ατελέσφορη.
Εδώ τελειώνει η αυτοαναφορά, που απλώς να το ξαναπώ με βοηθά να νιώσω κάπως αρμόδιος να κάνω σχόλια στις εικόνες του Οικονομίδη.
Ο τελευταίος, αντίθετα, απαντά με οίστρο, δύναμη και ευαισθησία μέσω της ζωγραφικής του ότι μπορεί μεν η βάση της εκκίνησής του να είναι ο κυβισμός και ο μετακυβισμός αλλά τα θέματά του σε τελευταία ανάλυση είναι ευανάγνωστα. Πρόσωπα και πράγματα είναι τοποθετημένα με σαφή τρόπο μέσα στην πραγματικότητα, υπερβαίνοντας τους περιορισμούς των σχολών που προανέφερα.
Συνήθως μέσα από έντονα χρώματα και ανάλογους φωτισμούς ο κόσμος του βρίσκεται μπροστά μας ζωντανός και ευδιάκριτος. Αυτό επιζητεί ο Νίκος Οικονομίδης και αυτό εισπράττουμε ασμένως.
Εδώ μια παρατήρηση: ο Οικονομίδης μισεί την αφαίρεση και έλλειψη, όπως γράφει, και οι γραμμές του , όπως ήδη είπα, συνθέτουν έναν κόσμο, έμβιο και υλικό, οικείο. Αλλά ταυτόχρονα αυτή η διάσπαση των μορφών και των χώρων, η κυβιστική δηλαδή παρέμβαση την ίδια στιγμή τον κατακερματίζει. Ας ξεχάσουμε και τις σουρεαλιστικές προτάσεις…
Εννοώ ότι στους περισσότερους πίνακές του αυτές οι παραμορφώσεις που επιτυγχάνονται μέσα από τα σχήματα που επιβάλλει ο κυβισμός, «αναπαριστούν» δεν «φωτογραφίζουν», να το πω απλά, τα αντικείμενα, προσδίδοντάς τους μια διάσταση αντιρεαλιστική, τα προβάλλουν σε μια άλλη διάσταση, που εκτρέπει το βλέμμα από την επιδιωκόμενη γείωση.
Είτε το θέλει είτε όχι ο Νίκος Οικονομίδης οι εικόνες του επιβάλλουν αναγνώσεις ανορθολογικές και παράδοξες, παρά τον κεντρικό ρεαλιστικό τους άξονα. Για να γίνω πιο επεξηγηματικός. Δεν εννοώ κάποιο στοιχείο εκφραστικής υπερβολής που ελλοχεύει κάτω από την επιφάνεια, αλλά ένα στοιχείο μικρής παραμόρφωσης, όχι βέβαια εξπρεσιονιστικής, που μας εκτρέπει από την ορθολογική πρόσληψη της εικόνας και υπαινίσσεται ένα παιχνίδι ανορθολογικό με την πραγματικότητα.
Καλύτερα: εγώ βλέπω στη διαδικασία ανάγνωσης της τελευταίας μια χειρονομία ταυτοτική εκ μέρους του ζωγράφου . Και δεν εννοώ ότι υπάρχει η φιγούρα του ίδιου του Οικονομίδη εντός πολλών κάδρων, αλλά αυτόν τον συντελεστή της προσωπικής παρέμβασης πάνω σε έναν κόσμο στον οποίο θέλει το υποκείμενο να αφήσει ένα αποτύπωμα, γιατί σε κάποιον βαθμό νιώθει αυτός ο κόσμος να τον κρατάει σε απόσταση.
Η θεματολογία του ζωγράφου μας είναι σαφώς ανθρωποκεντρική ακόμα και εκεί, ας μου επιτραπεί να πω, όπου απουσιάζουν τα πρόσωπα. Με άλλα λόγια: τα αντικείμενα που αναπαρίστανται απόντος φαινομενικά του ανθρώπου, αναπνέουν χάρη σ’ αυτόν, τόποι και άλλα μικρά υλικά στοιχεία παραπέμπουν στον «ιδιοκτήτη» τους. Αυτό οφείλεται σε μια παράξενη υποβολή που προκαλείται μέσα από τις χρωματικές συνθέσεις.
Όταν το ζωγραφικό βλέμμα δεν καταγράφει εξοχικά τοπία, γίνεται «αστυκό» (ο Οικονομίδης μάλλον είναι «αστυκός» ζωγράφος, αναπνέει εντός της πόλης) και προσηλώνεται στο καταπιεστικό τσιμεντένιο σκηνικό, προσπαθώντας να αντιληφθεί την παρουσία του ανθρώπου εντός αυτού. Τα χρώματα και εκεί είναι θερμά, χωρίς να δηλώνουν βέβαια συγκατάβαση για το κατεστραμμένο περιβάλλον αλλά νιώθεις ένα είδος συμπάθειας για ένα ακόμα φαινόμενο της ανθρώπινης παρουσίας.
Το γεγονός, επίσης, ότι ο ζωγράφος κυκλοφορεί ως φιγούρα σε μεγάλο αριθμό πινάκων, νομίζω ότι δεν προδίδει κάποιον εγωκεντρισμό, την πρόθεση όλα να δορυφορούν γύρω από αυτόν, αλλά τουναντίον αυτό γίνεται εμπρόθετα για να δηλώσει την δημιουργική συμμετοχή στο γίγνεσθαι.
Ο Οικονομίδης έχοντας υπόψη του τη λύση του Βελάσκεθ όπου μας κοιτάζει ο ίδιος στον γνωστό του πίνακα από το μικρό τετράγωνο, στο άνω αριστερό σημείο του πίνακα, μας παρατηρεί και μας νεύει και αυτός εν μέσω άλλων προσώπων ή αντικειμένων. Οι θερμές χρωματικά συνθέσεις του αλλά και το ίδιο το σκίτσο του ζωγράφου, από πλευράς εκφραστικής σε αυτές τις «αυτοσυστάσεις», δίνουν την εντύπωση μιας παρουσίας καθημερινής αλλά περιτριγυρισμένης συνήθως από το αίνιγμα του κόσμου και της τέχνης.
«Α ι σ θ ά ν ο μ α ι μέσω του χρώματος», έλεγε, ο Ματίς σε κείμενό του, και συνέχιζε, «το χρώμα είναι αυτό που συμβάλλει αποφασιστικά στην οργάνωση του πίνακά μου. Πρέπει επίσης να συμπυκνωθούν οι εντυπώσεις που αποκομίζει ο καλλιτέχνης και τα χρησιμοποιούμενα μέσα να φθάσουν στο ανώτατο εκφραστικό όριό τους».
Αναφέρομαι σε αυτά τα λόγια γιατί ο Οικονομίδης είναι ζωγράφος που αγαπά το χρώμα: το κόκκινο, η ώχρα, η σέπια, το γαλάζιο, το ούλτρα μαρίν και άλλα κυριαρχούν, σε έναν κόσμο αν όχι παραμορφωμένο πάντως ιδωμένο μέσα από ένα φακό που επίτηδες δεν νετάρει στο βάθος πεδίου αφήνοντάς το ρευστό και ακατάστατο.
Να συμπληρώσω ότι το βλέμμα του δεν έχει την καταστροφική μανία ενός Μπέικον όσον αφορά τις μορφές που κινούνται μέσα τον χώρο ασφαλώς, αλλά οπωσδήποτε λειτουργεί, όσον αφορά την παράσταση του χώρου, με τη συνείδηση εκείνου που συλλαμβάνει το είδωλο του κόσμου ως αντανάκλαση μέσα από έναν σπασμένο καθρέφτη.
Αυτός ο κατακερματισμός είναι και η σφραγίδα ενός βλέμματος που δεν υποχωρεί μπροστά στις ευκολίες μιας απλής αναπαραγωγής αυτού που βλέπει αλλά αφήνει να καθοδηγηθεί από το συναίσθημα και από μια αίσθηση ταυτόχρονα απώλειας.
Έτσι ερμηνεύω την επέμβαση που περιέγραψα στις εικόνες ζωής που φιλοτεχνεί ο Οικονομίδης. Γιατί πράγματι όπως διαπιστώνει κανείς αμέσως η προσωπική μυθολογία του συντίθεται από όψεις ενός βίου, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του (με εξαίρεση κάποιες προτάσεις σε γκρίζο), είναι φιλοτεχνημένος με φως μέσα στην ηλιοφάνεια. Οπότε κατά τη γνώμη μου το αίσθημα της απώλειας το οποίο ανέφερα το εισπράττω βλέποντας ένα είδος εγκιβωτισμού των θεμάτων μέσα στη συνείδηση του χρόνου που χάνεται και γι’ αυτό τα φωτεινά θέματα πρέπει να φυλακισθούν με μια παιδική αν θέλετε χειρονομία, περίπου να υπονομευτούν.
Έθιξα προηγουμένως τη σχέση του Οικονομίδη με τη γειωμένη πραγματικότητα τουλάχιστον όσον αφορά τη θεματολογία του (άλλο θέμα σε ποιο βαθμό θέλει αυτή τη γειωμένη κατάσταση να την πτερώσει, να τη δει σφαιρικά, αλλοιωμένη μέσα από τα δικά του συνειδητά και ασυνείδητα φίλτρα). Αυτή η θεματολογία τον συστήνει ως άνθρωπο που κινείται εν τόπω και χρόνω συγκεκριμένο, που επιθυμεί την καταγραφή του εν είδη ημερολογιακής χειρονομίας.
Αυτό το διαπιστώνουμε ακόμα με τα ποπαρτικά στοιχεία της καθημερινότητας που σποραδικά αποτυπώνει (φιάλες ποτών, πακέτα τσιγάρων κ,α,) και περίπου μυθολογεί, αδιάψευστοι μάρτυρες, στοιχεία και αυτά μιας βιωμένης πραγματικότητας, που στοργικά συλλέγει.
Τα θερμά και φωτεινά χρώματα πάντως που κυριαρχούν και κυκλοφορούν στη γενεαλογία των εικόνων που παρακολουθούμε (ανεξαρτήτως των καλλιτεχνικών πηγών απ’ όπου αρδεύονται), προδίδουν τη βαθύτερη σχέση του Οικονομίδη με την περιπέτεια των ιδεών, των βιωματικών προσλήψεων και της τέχνης: μια σχέση ανεπιφύλακτα δυναμική, καταφατική όσο και ευλαβική.
Αν βλέπουμε μια διάσπαση του τοπίου που περικλείει τα άτομα, τις δράσεις, τις ορέξεις, ερωτικές και άλλες, αυτό για τον Οικονομίδη, δεν σηματοδοτεί ένα χάος αλλά μάλλον μια πρόκληση από έναν κόσμο που ακόμα έχει μυστικά και αινίγματα, πρόσφορος επομένως για ψηλάφηση και αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων του.
Τάσος Γουδέλης – συγγραφέας
(το κείμενο διαβάστηκε στην εκδήλωση για το βιβλίο 50/30 που πραγματοποιήθηκε στην γκαλερί ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ στις 19-3-2018)
«Τετραγωνίζοντας τους κύκλους και χρωματίζοντας την ποίηση»
–
Η εικαστική παρουσία του Νίκου Οικονομίδη
Δεν είμαι εικαστικός ούτε τεχνοκριτικός ούτε ιστορικός της τέχνης, για να αποτιμήσω καλλιτεχνικά ή επιστημονικά την τεράστια δουλειά του φίλου Νίκου Οικονομίδη. Υπό τρεις ιδιότητες θα πω λίγα λόγια γι’ αυτήν: α) ως απλός θεατής – αυτή είναι η κύρια προσέγγισή μου, καθαρά οπτική με τις ανάλογες επιπτώσεις στη μνήμη και στο συναίσθημα, β) ως φιλόλογος που επιμένει να εντάσσει κάθε καλλιτεχνική δημιουργία στο κάδρο της εποχής της, αναζητώντας τις αρχές και τις αιτίες της, το ιστορικό δηλαδή πλαίσιο και τις κοινωνικές συνθήκες ανάπτυξής της, και γ) ως άνθρωπος που θέλει να βλέπει τις μορφές της τέχνης ως εκφάνσεις συμφυείς και συνυφασμένες, ως συνθετικό όλο, με στενή σχέση και αλληλεπίδραση μεταξύ τους.
Ο Ν.Ο., σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, από τη στιγμή που αντίκρισε τα φωτεινά χρώματα του σκοτεινιασμένου μυαλού τού μεγάλου Βαν Γκογκ, από την ώρα δηλαδή που η ζωγραφική μπήκε τελεσίδικα στη ζωή του έχει διανύσει μέχρι σήμερα 50 ολόκληρα χρόνια στη διακονία της, φιλοτεχνώντας 5.875 έργα. Πολλά από αυτά, φυλαγμένα ευλαβικά, ακριβά θυμητάρια, που δεν θέλησε να τα αποχωριστεί, κοσμούν τη σημερινή έκθεσή του, επετειακή για τα 30χρονα από την παρθενική Έκθεσή του, στη Χρυσόθεμι και τότε.
Μισός αιώνας, ο συγκεκριμένος μισός αιώνας, είναι μια ξεχωριστή εποχή, μια περίοδος κρίσιμη για την ελληνική ζωή, με σημαντικές αλλαγές και με τις απορροές τους, που άλλαξαν, νομοτελειακά, όσο και να μη το συνειδητοποιούν όσοι την έζησαν, την κοινωνική και την πολιτιστική μας ιστορία. Αυτή τη διαδρομή, μυθική, όπως αρέσκεται ο άνθρωπος να ωραιοποιεί και να εξαγιάζει το παρελθόν του, την διακρίνει κανείς εύκολα να αργοκυλά στους πίνακες του Οικονομίδη. Μνήμες και μνημεία, πόθοι, διαψευσμένα όνειρα, αγωνίες και νοσταλγίες. Είναι σκηνές από την παιδική ηλικία, από τη ζωή ηρωικών δεκαετιών, όπως εκείνης των νεόδμητων εκτρωματικών πολυκατοικιών του 1960, και των αμέριμνων, θα έλεγα, σκηνών της εκπορνευόμενης πρωτεύουσας. Είναι τα καφενεία, οι γειτονιές, που φέρνουν στον νου ένα λογοτεχνικό παράλληλο, το Ιστορικό κέντρο του ποιητή Γ. Μαρκόπουλου, κοινού μας φίλου, είναι ποδοσφαιρικές εικόνες, κιτρινόμαυρες, όταν το λαϊκό αυτό άθλημα έκανε τις μεγάλες επενδύσεις του στη φτωχή διασκέδαση της νεολαίας της εποχής. Είναι οι ζοφερές εικόνες των εργοστασίων και των ναυπηγείων, τα περίπτερα, οι τηλεφωνικοί θάλαμοι των μακρών ερωτικών αναστεναγμών, είναι και η πολιτική πραγματικότητα, από την οποία επηρεάστηκε έντονα ο ΝΟ, ενεργό μέλος της Γενιάς του 1970 και αυτός, με το έργο της οποίας, την αμφισβήτηση, την αντίσταση και τους οραματισμούς συνομιλεί η ζωγραφική ποίησή του. Είναι, ακόμη, οι ερατεινοί ελληνικοί τόποι, το Ναύπλιο, το Άγιον Όρος, η Πόλη, χώροι εμβληματικοί, ιστορικοί, ανακλητικοί της δημιουργίας και της ιδεολογικής συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους. Απαραιτήτως και η Αθήνα, ερωτική, αλλά με εμφανή τα πρώτα σημάδια της φθοράς, και ακόμη πρόσωπα, ποδοσφαιρικά και καλλιτεχνικά, ποιητές συνιδεάτες και συνοδοιπόροι που εξέλιπαν, ο Γ. Κοντός, ο Γ. Βαρβέρης, ο Κώστας Μουρσελάς, φίλοι ανήσυχοι, όπως ο γιατρός ο Τάκης Κοντογιάννης, και από κοντά οι ζώντες ποιητές, ο Αντ. Φωστιέρης, ο Μ. Ελευθερίου, ο Γ. Μαρκόπουλος, ο Θ. Νιάρχος, ο Νίκος Δαββέτας και άλλοι και άλλοι, συμμαχητές, συνδαιτημόνες και συμπότες, κυρίως όμως συνδημιουργοί, που διέσωσαν με τα έργα τους μια εποχή στο μεταίχμιο μιας αφελούς λαϊκής μακαριότητος και της ναρκομανούς τεχνολογικής ολβιότητας που χαύνωσε την καθαρότητα της σκέψης μας.
Ο ΝΟ απεικόνισε μια εποχή με έναν ιδιότυπο ιμπρεσιονισμό. Παρά τη ρεαλιστική μετακυβιστική απόδοση που ακολουθεί, τα έργα του αποπνέουν δραματική ή ερωτική εσωτερικότητα, διεγείρουν συναισθήματα νόστου και πόνου, προσδοκιών και ματαιώσεων, με αποκορύφωμα μια γλυκιά αίσθηση ότι καλώς εγένετο ό,τι έγινε, και με τις καλές και στις πολλές δυσάρεστες στιγμές του. Εξάλλου, οι εναλλαγές των λαμπρών χρωμάτων του ερυθρού της φωτιάς και του μπλε oυλτραμαρίν ή του εκτυφλωτικού κίτρινου, σε αντίθεση με τα μουντά γκρι και το λεκιασμένο λευκό, αυτές τις ψυχικές εκφάνσεις αποκαλύπτουν, τον θυμό και τη δυσθυμία αλλά και τη χαρά της ανέμελης ζωής και την αισιοδοξία, με την ίδια αμφιθυμία, η οποία διαπότισε την περίφημη αυτή 50ετία.
Η σύνδεση των έργων του ΝΟ με την ποίηση, μεγάλο μέρος της ώριμης δουλειάς του, αντικατοπτρίζει την πολιτιστική αγωνία του, εμμένοντας στη βασική αρχή των τεχνών και των μεγάλων δημιουργημάτων του πολιτισμού, στο κοινό πνεύμα, τη σύμπνοια που διατρέχει και διακατέχει όλα τα μεγάλα έργα τέχνης, τον κοινό στόχο, τη σύνθεση όλων των τεχνών σε ενιαίο όλο και την απόδοση με άλλα μέσα και άλλους τρόπους του αυτού μηνύματος. Αυτά εννοούσα, κάνοντας λόγο στην αρχή για συνθετικό όλο, για αρμονία των επιμέρους ως μεμονωμένων λειτουργιών προς τη διαμόρφωση του πάγκοινου όλου, σε μια εποχή εκ των πραγμάτων διασπαστική.
Οι πίνακες του ΝΟ λειτουργούν και ως μουσεία αντικειμένων που με τη λειτουργικότητα ή την ομορφιά τους γλύκαναν τη ζωή μας. Θα ξεχωρίσω τα τραπέζια και τις καρέκλες του, στους εσωτερικούς χώρους, μέσα σε γραφεία ή δωμάτια, και στην ύπαιθρο, σε μια συνομιλία με τη φύση, ή στο αστικό τοπίο, που τόσο παραστατικά το έχει αποδώσει. Τα ποικιλόμορφα κουτιά του, τα ποτήρια, τα μπουκαλάκια και τα μικρά γυάλινα δοχεία του, αντικείμενα ασήμαντα με πρώτη ματιά, αλλά άκρως φετιχιστικά, φυλαχτάρια που ανακαλούν μνήμες ερατεινές και μνημεία που τείνουν να εκλείψουν μαζί με τη γενιά του ζωγράφου, παρότι αποτελούν τα θεμέλια όσων χτίστηκαν επάνω τους. Επισημάνθηκαν τα τετράγωνα στα πλακάκια των δαπέδων του και στις σκακιέρες του, εμείς θα επιμείνουμε στην κυβιστική παρασπονδία του, στις παραβιάσεις των απαραβίαστων καμπυλώσεων. Η φύση, ωστόσο, και το κάλλος δεν υπακούουν πάντα στις σχολές και στις τάσεις τους. Θέλω να πω ότι στα «κύκλια μέλη», στις γάμπες και στους γλουτούς των γυναικών του, των πολλών γυμνών ή ημίγυμνων ερωτικών θηλέων, κατεξοχήν στο πλούσιο στήθος τους, ο τετραγωνισμός του κύκλου χάνει το κύρος του, κυριολεκτικά ακυρώνεται, και η φυσική απόδοση κερδίζει έδαφος, στην περδικόστηθη, την καλλίπυγη και καλλίγλουτη εμφάνισή τους.
Ο ΝΟ είναι βιωματικός καλλιτέχνης. Το έργο του συγκινεί, πληγώνει ή ερεθίζει μισοεπουλωμένα τραύματα από τη μια πλευρά, ενώ από την άλλη, γιατρεύει με την ικανοποίηση της αίσιας πορείας και της διαδρομής με τα πολλαπλά οφέλη – η σκληρή δουλειά του ιδίου αποτελεί απεικόνιση της ζωής όσων έζησαν υπό τον ίδιο ουρανό και υπό παρεμφερείς δημιουργικές συνθήκες. Ανακαλούν τα μελαγχολικά κυριακάτικα απογεύματά μας, τις ατέρμονες συζητήσεις για τη διόρθωση του κόσμου, τις φρούδες φαντασιώσεις μας. Ο ΝΟ εικαστικοποιεί την ποίηση και εμπνέεται ως ποιητής την εικόνα, χρησιμοποιώντας τη γραμμή και το χρώμα αντί των λέξεων και των φράσεων. Το ύφος και το ήθος του, με έκτυπη την προσωπική σφραγίδα, έχουν ξεχωριστή καθαρότητα και καλλιτεχνική αθωότητα. Είναι ένας εξελληνισμένος κυβισμός ο κυβισμός ο δικός του, όπως και ο ίδιος εύστοχα τον αποδίδει φραστικά, «με αφαίρεση και ρεαλισμό, με ένταση και σουρεαλισμό», σύμφυτος και συνεπής απόλυτα με την Ελλάδα του β΄ μισού του 20ού αιώνα, που τετραγώνισε τον κύκλο με τον δικό της άναρχο και ανατρεπτικό τρόπο και χρωμάτισε λαμπρά, τιμώντας τις εντυπωσιακές χρωματικές αστραπές του μεγάλου ολλανδού εμπνευστή του, τις πολλές στιγμές της μαυρίλας της με δύο Νόμπελ στην ποίηση και τέσσερις ποιητικές γενιές πολύ σημαντικές.
Θεοδόσης Πυλαρινός – ομότιμος καθηγητής ελληνικής λογοτεχνίας
( το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην εκδήλωση για το βιβλίο «50/30» στις 19-3-2018 στην γκαλερί ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ.)
Τζίνα Καλογήρου ([email protected])
–
Μέσα από τον (σπασμένο) καθρέφτη και τι βρήκε ο ζωγράφος εκεί:
σύγχρονη ποίηση στο καβαλέτο του Νίκου Οικονομίδη
το σπασμένο κάτοπτρο μου επιστρέφει
ακέραιη τη λάμψη του θανάτου
Ν. ΔΑΒΒΕΤΑΣ
αποτυπώνουμε στον καθρέφτη – που
μπροστά μας κρέμεται – ένα αβέβαιο
σχήμα, μια γραμμή, μια σκουριά,
ένα φόβο για τα επερχόμενα.
Γ. ΚΟΝΤΟΣ
Στην ποιητική συλλογή Δώδεκα Ποιήματα για τον Καβάφη ο Γιάννης Ρίτσος αφιερώνει την ποιητική γραφή του στον Πρωτέα της Αλεξάνδρειας, αξιοποιώντας με ευφυή και δημιουργικό τρόπο καβαφικά θέματα και τεχνικές. Ανάμεσα σε άμεσες ή έμμεσες αναφορές σε καβαφικά κείμενα, σε επαναλήψεις ή ριζικές αναπροσαρμογές λεκτικών τύπων και εικόνων, ο Ρίτσος σκηνοθετεί ποιητικά το «χώρο του ποιητή» και προσηλώνεται λατρευτικά στα προσωπικά αντικείμενα της πολυσήμαντης καβαφικής κάμαρας –χώρου περισυλλογής, εντατικής αναδίφησης στα ιστορικά βιβλία και ονειροπόλησης. Το μαύρο σκαλιστό γραφείο, τα γυαλιά, η πολυθρόνα, η λάμπα του ποιητή, διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο, αντιπροσωπεύοντας μετωνυμικά τη μορφή του μεγάλου Αλεξανδρινού, που φωτίζεται ατμοσφαιρικά πότε από το χλωμό λυκαυγές, πότε από το θαμπό λυκόφως.
Στις μορφές, το «χώρο» δημιουργίας καθώς και στα προσωπικά αντικείμενα εννέα σύγχρονων ποιητών εστιάζει αντίστοιχα την προσοχή του ο ζωγράφος Νίκος Οικονομίδης φιλοτεχνώντας τα πορτρέτα των ποιητών για να προχωρήσει στη συνέχεια στην εικαστική μεταγραφή και τη ζωγραφική ερμηνεία ποιημάτων των Γ. Βαρβέρη, Ν. Δαββέτα, Μ. Ελευθερίου, Γ. Κοντού, Στ. Κουτσούνη, Γ. Μαρκόπουλου, Θ. Νιάρχου, Στρ. Πασχάλη και Αντ. Φωστιέρη. Το εγχείρημά του οδηγεί σε ένα άκρως επιτυχημένο αλλά και απολαυστικό κατά την ανάγνωση «ζευγάρωμα των τεχνών» − για να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση του Γ. Σεφέρη, χωρίς όμως να υιοθετήσουμε και την επιφυλακτική άποψή του γι’ αυτού του είδους τις καλλιτεχνικές διασταυρώσεις. Αντίθετα, παρατηρούμε, διαβάζοντας το συγκεκριμένο βιβλίο του
Ν. Οικονομίδη, ότι η συνάντηση και η διασταύρωση ποίησης και ζωγραφικής, όχι μόνο δεν καταργεί την αυτοδυναμία της κάθε καλλιτεχνικής έκφρασης, όχι μόνο δεν υποτάσσει τη μια στην άλλη, αλλά αντίθετα ενδυναμώνει την εμβέλεια και τη νοηματική πολυσημία κάθε τέχνης χωριστά.
Η σχέση και οι αναλογίες μεταξύ των δύο τεχνών, της Λογοτεχνίας και της Ζωγραφικής, είναι ένα ευρύ και σύνθετο ζήτημα, το οποίο ανάγεται στη γνωστή από πολύ παλιά αντίληψη που τονίζει τη βαθιά συγγένεια Ποίησης και Ζωγραφικής. Σύμφωνα με το σχόλιο που αποδίδει ο Πλούταρχος (Ηθικά 346f) στον Σιμωνίδη τον Κείο, ο τελευταίος «την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν προσαγορεύει, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν». Η εξίσωση αυτή μέσω της λατινικής διατύπωσης του Ορατίου (ut pictura poesis) απέκτησε για αιώνες την ισχύ δόγματος. Η παράδοση που θέλει «την ποίηση να είναι σαν τη ζωγραφιά» μας οδηγεί άμεσα στο περίφημο ζήτημα των «εκφράσεων» στη λογοτεχνία –όπου «έκφρασις» (ekphrasis) είναι η λογοτεχνική περιγραφή (σε ποιητικό ή πεζό λόγο) ενός πραγματικού ή επινοημένου έργου τέχνης.
Είναι γενικά παραδεκτό ότι η περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα (Ιλιάδα, Σ) είναι η πρώτη επινοημένη «έκφρασις» στη λογοτεχνία, η οποία, μάλιστα, ενέπνευσε μεγάλο αριθμό μεταγενέστερων κειμενικών εκφράσεων, όπως την ανάλογη περιγραφή της ασπίδας του Αινεία στο όγδοο βιβλίο της Αινειάδας του Βιργιλίου. Στην παγκόσμια νεότερη λογοτεχνία αφθονούν τα αξιόλογα δείγματα λογοτεχνικών «εκφράσεων», όπως τα ποιήματα του Dante Gabriel Rossetti για πίνακες ή νωπογραφίες του Botticelli και του Titian, το ποίημα του Ch. Baudelaire για έργο του Jacques Callot, ή τα ποιήματα των Wallace Stevens και W.H. Auden για πίνακες του Pieter Bruegel του Πρεσβύτερου κ.ά. Στη νεοελληνική λογοτεχνία ανάλογα είναι τα ποιήματα του Κ.Παλαμά και του Άγγ.Σικελιανού για τα επιτύμβια ανάγλυφα του
Κεραμεικού,κ.ά.
Ο Νίκος Οικονομίδης αποδεικνύει ότι οι μεταφορές και οι επιδράσεις στο χώρο των Τεχνών είναι αμφίδρομες: ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει ποιήματα της δικής του επιλογής, τα οποία και ανθολογεί με μεγάλη ελευθερία για να τα μετουσιώσει στη συνέχεια σε ζωγραφικούς πίνακες. Είναι αυτονόητο ότι ο ζωγράφος δεν προσεγγίζει τα ποιήματα ως φιλόλογος ή ως κριτικός λογοτεχνίας, αλλά ως γνήσιος καλλιτέχνης
και προπάντων για δική του απόλαυση. Η ζωγραφική απόδοση των ανθολογούμενων ποιημάτων συνιστά μια νέα ερμηνευτική εκδοχή τους μέσα από ένα σύνθετο σύστημα συνδηλώσεων και βιωματικών αναφορών, το οποίο δεν επιτρέπει την άμεση ή και εύκολη συσχέτιση των αναπαραστατικών στοιχείων του κάθε πίνακα με τα λεκτικά σημεία των εκάστοτε ποιημάτων. Ο Νίκος Οικονομίδης δεν αρκείται στην απλή περιγραφή, δεν καταδέχεται τη δουλική εικαστική αναπαράσταση των ποιημάτων· αναζητεί, καλύτερα, να αποδώσει την πεμπτουσία του ποιήματος, την εύγλωττη σιωπή της ποιητικής γλώσσας, το πλούσιο συνδηλωτικό σύστημα του ποιητικού κειμένου. Στο υψηλών απαιτήσεων εγχείρημά του αυτό, ο ζωγράφος χρησιμοποιεί μεγαλοφυείς επινοήσεις και μια ανεξάντλητη γκάμα εικαστικών σχημάτων και
ζωγραφικών τρόπων. Η ζωγραφική χειρονομία, θαυμαστή και αποκαλυπτική, χαρακτηρίζεται από ευρηματική υπέρβαση, ανατρεπτικότητα και μεταποιητική ένταση.
Ο Νίκος Οικονομίδης, εμφανώς επηρεασμένος από τον Κυβισμό, υιοθετεί συστηματικά το κυβιστικό «σπάσιμο της φόρμας», προτείνοντας λύσεις ρηξικέλευθες και αντιμιμητικές, που δείχνουν τη βαθύτερη πεποίθηση του καλλιτέχνη ότι οι παραδοσιακές αναπαραστατικές φόρμες είναι πλέον ανεπαρκείς ή αφερέγγυες. Ο ζωγράφος απεικονίζει την ανθρώπινη μορφή, τη φύση και τα αναγνωρίσιμα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου (άντρες και γυναίκες, ανθρώπινα σώματα, αστικά κτίρια, θάλασσες, δέντρα, τραπέζια καφενείου, καρέκλες, μποτίλιες ,πακέτα τσιγάρων, κ.ά.π.), επιμένοντας στον δισδιάστατο, γεωμετρικό, τακτικό, αντιφυσιοκρατικό χαρακτήρα της απεικόνισης. Οι μορφές της ζωγραφικής τέχνης του Νίκου Οικονομίδη θραύονται και συσπώνται η μία μέσα στην άλλη, ενώ πολύ συχνά τα όρια τους συγχέονται και συγχωνεύονται, παραβιάζοντας όλα τα παραδοσιακά συστήματα ιλουζιονιστικής απόδοσης της πραγματικότητας. Σε ένα πρώτο επίπεδο εντοπίζεται η επιδίωξη του καλλιτέχνη για την υπέρβαση της μιμητικής περιγραφής της φύσης. Πέρα από τα γλυπτικά γεωμετρικά περιγράμματα, ανιχνεύεται σε ένα δεύτερο επίπεδο η βαθύτερη επιθυμία του ζωγράφου να δημιουργήσει ένα σχεδόν
μεταφυσικό jeu d’ espit, το οποίο εκλαμβάνει την πραγματικότητα ως πρόσχημα ή έναυσμα για την υλοποίηση των υψηλών επιδιώξεων της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο σπασμένος καθρέφτης στρέφεται προς την ίδια την αναπαραστατική διαδικασία, τους όγκους, τα σχήματα, τις ρυθμικές εναλλαγές και τους συνδυασμούς που επιβάλλει ο ίδιος ο ζωγράφος μέσα από τη μεταμορφωμένη του συνείδηση στη φύση και τον εμπειρικό κόσμο της πραγματικότητας. Το χρώμα, συνήθως πυκνό, καθαρό, κεκορεσμένο, αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο του εικαστικού ιδιώματος του Νίκου Οικονομίδη. Ο ζωγράφος δείχνει έντονη προτίμηση σε χρώματα «φυσικά», συνδεδεμένα επίσης με την αγιογραφία, τη θρησκευτική τέχνη και την τέχνη της αρχαιότητας, όπως η κόκκινη γαία, η ώχρα, η σέπια, η όμπρα, το κόκκινο του καδμίου και το κόκκινο βερμιγιόν, το γαλάζιο –κυρίως ούλτρα μαρίν, το αγαπημένο χρώμα του καλλιτέχνη, κάποτε, σε άλλες εποχές, δηλαδή, πολύτιμο και εξαιρετικά ακριβό στη φυσική του μορφή. Το χρώμα καθίσταται καθοριστικό στοιχείο στον προσδιορισμό της φόρμας, πρωταρχικό μέσο απόδοσης και διαμόρφωσης του εικαστικού χώρου.
Στο έργο του Νίκου Οικονομίδη, η τελετουργική και αντινατουραλιστική επεξεργασία της ζωγραφικής σύνθεσης δεν οδηγεί αναγκαστικά στη διάλυση της οντολογίας του προσώπου –τουλάχιστον έτσι όπως αυτή παρουσιάστηκε στο έργο πολλών δημιουργών της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας του 20ού αιώνα.
Η μη-προσωπική ζωγραφική και η υπερ-ατομικότητα της γεωμετρικής αφαίρεσης, στο έργο του Νίκου Οικονομίδη γίνεται τέχνη αφαιρετική μεν, ωστόσο απόλυτα προσωπική και προσηλωμένη στο άτομο-δημιουργό και στη μυθολογία του ίδιου του καλλιτέχνη. Ο ζωγράφος πολύ συχνά αναπαριστά στους πίνακές του τον ίδιο του τον εαυτό, μετατρέποντάς τους έτσι σε ιδιότυπες αυτοπροσωπογραφίες μέσα από τις οποίες ο καλλιτέχνης δηλώνει την αδιάλειπτη παρουσία του και την αγωνιώδη συμμετοχή του στο σύγχρονο περιβάλλον της πραγμοποιημένης και χαοτικής πραγματικότητας. Στους πίνακες του Νίκου Οικονομίδη, πρωταγωνιστικές και αναγνωρίσιμες πάντοτε είναι και οι μορφές των ποιητών-δημιουργών αλλά και των μεγάλων Δασκάλων (εν προκειμένω του V. Van Gogh –βλ. και τους πίνακες που συνοδεύουν τα ποιήματα του Ν. Δαββέτα «Το κουκλόσπιτο στην Αρλ» και «Ηλιοτρόπια»), τα πορτρέτα των οποίων, όπως είπαμε και στην αρχή, φιλοτεχνεί με μεγάλο σεβασμό ο καλλιτέχνης. Ίσως, γιατί στη συνείδηση του Νίκου Οικονομίδη οι ποιητές αλλά και οι ζωγράφοι είναι εμβληματικές φυσιογνωμίες, μορφές με έντονη πνευματική υπόσταση και ακτινοβολία και ίσως εξ αυτού του λόγου πρέπει να είναι άμεσα αναγνωρίσιμοι, όπως σε μια sui generis και έντονα εκκοσμικευμένη «αγιογραφία».
Διαβάζοντας κανείς αυτό το σύνθετο βιβλίο-λεύκωμα του Νίκου Οικονομίδη μπορεί να παρατηρήσει ότι ο καλλιτέχνης συχνά επιλέγει ποιήματα με έντονη εικαστικότητα και εικονοποιΐα, πλούσιο χρωματικό λεξιλόγιο (βλ. για παράδειγμα τα καίρια και υποβλητικά χρωματικά επίθετα στο ποίημα «Το καρέ» του Στ. Κουτσούνη), ποιήματα με αναφορές στη ζωγραφική (όπως τα ποιήματα «Το κουκλόσπιτο στην Αρλ» του Ν. Δαββέτα, «Ασαφείς ενδείξεις» και «Τα φρούτα και ο άνθρωπος» του Γ. Κοντού), αλλά και ποιήματα-εκφράσεις (όπως το «Ηλιοτρόπια» του Ν. Δαββέτα και «Το πετροβόλημα του Αγίου Στεφάνου» του Στρ. Πασχάλη). Επίσης, ο καλλιτέχνης, ακολουθώντας το –ιδιαίτερα οξυμμένο– προσωπικό του ποιητικό αισθητήριο προκειμένου να φιλοτεχνήσει το δικό του «φανταστικό μουσείο» αγαπημένων ποιημάτων, επιλέγει ποιήματα που τον εκφράζουν, αλλά και ποιήματα που αντιπροσωπεύουν και τη δική του ιδιαίτερη προσωπική μυθολογία. Ένα τέτοιο ποίημα είναι η «Ωδή στον παίκτη της Α.Ε.Κ. και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου» του Γ. Μαρκόπουλου, το οποίο, ακολουθώντας το μορφολογικό πρότυπο της ποιητικής ωδής και έχοντας ως εμφανέστατο διακειμενικό exemplum το «Μπολιβάρ» του Ν. Εγγονόπουλου, εξυμνεί εγκωμιαστικά και εξυψώνει σε πρότυπο τον ιστορικό παίκτη της Α.Ε.Κ. Η επιλογή του εν λόγω ποιήματος απηχεί τη μακρόχρονη βιωματική και καλλιτεχνική σχέση του Νίκου Οικονομίδη με την ομάδα
των κιτρινόμαυρων, στην οποία μάλιστα έχει αφιερώσει μια ολόκληρη σειρά έργων του. Ιδιαίτερα εύστοχη είναι επίσης η ανθολόγηση και η εικαστική μετάπλαση ορισμένων «ποιημάτων ποιητικής», όπως το ευφυέστατο «Η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες» του Αντ. Φωστιέρη, το οποίο «χτίζεται» πάνω στους σολωμικούς στοχασμούς και το γνωστό απόφθεγμα του Μαλλαρμέ.
Οι γνωστοί και καταξιωμένοι ποιητές τους οποίους επιλέγει να ανθολογήσεικαι να μεταγράψει ζωγραφικά ο καλλιτέχνης, έχουν ως κύρια χαρακτηριστικά τους τη «χαμηλή φωνή» και το «εσωτερικό βλέμμα», σύμφωνα με την εύστοχη επισήμανση του Ηλία Κεφάλα. Οι δημιουργοί που εμπνέουν το Νίκο Οικονομίδη είναι πάνω από όλα ποιητές σύγχρονοι τόσο από την άποψη της μορφής όσο και της βαθύτερης ουσίας στην ποίησή τους, με την υπέρβαση των κοινών παραδοσιακών τρόπων και τη μόνιμη αναγωγή της θεματολογίας τους στη σφαίρα της ύπαρξης. Οι ανθολογούμενοι ποιητές στρέφονται προς τον εσωτερικό χώρο και την εξερεύνηση της ψυχικής ενδοχώρας, κάνοντας χρήση προσωπικών συμβόλων και έντονων μυθοποιητικών στοιχείων, που υπακούουν στους εσώτερους ιδιοσυγκρασιακούς τους ρυθμούς.
Σε γενικές γραμμές, τα ποιήματα που εμπνέουν το ζωγράφο να τα μεταμορφώσει με το χρωστήρα του, είναι ποιήματα που ανιχνεύουν με ευαισθησία τον ψυχισμό του σύγχρονου ανθρώπου και φωτίζουν με τρόπο λυρικό όσο και στοχαστικό, με γλώσσα αφαιρετική και έκφραση υπαινικτική, την αίσθηση του κενού και τη σύγχρονη θλίψη που κατακυριεύει τον αποξενωμένο άνθρωπο της εποχής μας. Οι θεματικοί άξονες ή οι λέξεις-κλειδιά που κυριαρχούν στα ανθολογημένα ποιήματα είναι η μοναξιά του προσώπου, η μνήμη, η λήθη, η απουσία, ο θάνατος, η βάσανος του έρωτα, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, οι άνθρωποι που χάνονται ήσυχα μέσα στον επιλήσμονα χρόνο (βλ. ενδεικτικά το ποίημα «Επιστροφή» του Γ. Βαρβέρη). Όλα τα παραπάνω εμφανίζονται μπολιασμένα στην αγωνία του μοντέρνου ανθρώπου, την απροσδιόριστη ανησυχία και το spleen της μετανεωτερικής αβεβαιότητας.
Συνομιλώντας με την «αδερφή τέχνη» της ποίησης, ο Νίκος Οικονομίδης αποδεικνύει διακριτικά το επιτακτικό καθήκον του αναστοχασμού πάνω στα πράγματα, την ανάγκη αντίδρασης στην αποπροσωποποίηση των πάντων, την αλλοίωση των αξιών και την παντελή απουσία κοινωνικών οραμάτων. Το ανά χείρας λεύκωμά του μας προτείνει την επιστροφή στον αισθητικά καταξιωμένο χώρο της ποίησης και της ζωγραφικής, των δύο Τεχνών που δεν έπαψαν ποτέ να συμμαχούν η μία με την άλλη· για να αφουγκραστούμε την εύγλωττη σιωπή του λόγου αλλά και να τείνουμε ευήκοον ους προς τη φθεγγόμενη επιφάνεια της ζωγραφισμένης εικόνας.
Τζίνα Καλογήρου ([email protected])
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης,
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών,
Ναυαρίνου 13α 106 80, Αθήνα
ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ
–
Ο ζωγράφος σκυμμένος στα βιβλία του.
Ώρες ολόκληρες τα φυλλομετρά ξανά και ξανά χρόνια τώρα.
Προσπαθεί να μαντέψει τον κόσμο τον ποιητικό.
Να κοινωνήσει τον λόγο, να τον αισθανθεί.
Κάποιες στιγμές δακρύζει, άλλες χαμογελά.
Κάθε ποιητής κι’ ένα κεφάλαιο ξεχωριστό.
Με το δικό του ύφος, τη δική του διαδρομή
και τη σημαντική κατάθεση ψυχής-πνεύματος
στο χώρο της ελληνικής ποίησης.
Η παλέτα με τα χρώματα σε στάση αναμονής.
Το καβαλέτο επίσης.
Αδημονούν να μιλήσουν με τους στίχους
να φτιάξουν από την αρχή φόρμες και συνθέσεις μαγικές.
Ο ζωγράφος παίρνει το πινέλο, το βυθίζει στο χρώμα.
Το μωβ στενάζει, το ροζ χαμογελά, το πράσινο ηρεμεί
το μπλε δεσπόζει.
Ο Νίκος Οικονομίδης είναι – όπως και να το κάνουμε –
ο ζωγράφος του μπλε.
Παρ’ όλα αυτά «συνομιλεί» με χρώματα διαφορετικά
γοητεύεται από αυτά, νιώθοντας το κάθε ποίημα
να λειτουργεί μέσα του μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Φιγούρες ανθρώπινες, τοπία, χώροι εσωτερικοί, αντικείμενα
ξεπηδούν μέσα από τους στίχους, συναντούν
τις τέμπερες, τα παστέλ, σμίγουν με τις ακουαρέλλες.
Ο λόγος ο ποιητικός μετουσιώνεται σε χρώμα, σε φόρμα.
Διαπερνά την ψυχή του ζωγράφου.
Μια ψυχή που ένωσε μέσα της – δέκα χρόνια τώρα –
το ποίημα και το τελάρο, τον στίχο και την παλέτα.
Η μείξη διαδικασία μαγική.
Και επώδυνη.
Και λυτρωτική.
Μεσολάβησαν μέρες κοπιαστικές, νύχτες αγρύπνιας.
Το ερώτημα συνεχές και βασανιστικό.
Πώς «να αποδώσεις» τόσους σημαντικούς ποιητές
δίχως ν’ αγωνιάς για το κάθε τί.
Βέβαια τα ποιήματα σού μιλούν, σε κατευθύνουν
από μόνα τους. Παρ’ όλα αυτά η ανησυχία ήταν
διαρκώς παρούσα και όταν το αποτέλεσμα ήταν
ικανοποιητικό ένα αχνό χαμόγελο διαγραφόταν, αχνό
αλλά στέρεο.
Στιγμές μέθεξης.
Στιγμές αγωνίας.
Στιγμές ευθύνης.
Εν αρχή ην ο λόγος, ό,τι και να πούμε.
Η ζωγραφική είναι μια τέχνη διαφορετική.
Δημιουργεί ένα σύμπαν ιδιαίτερο.
Εμπεριέχει συχνά την ποίηση.
Μήπως και η ποίηση δεν βρίθει εικόνων;
Γι’ αυτό και το προσωπικό στοίχημα του Νίκου Οικονομίδη
ήταν δύσκολο όσο και σημαντικό.
Άγγιξε – σχεδόν – τα όρια του υπαρξιακού.
Η ποίηση τον διαποτίζει, τον διακατέχει ολόκληρο.
Είναι ζωγράφος που χρειάζεται τον λόγο τον ποιητικό
τον συνταιριάζει στην τέχνη του.
Ζωγραφίζει με «λόγο» και έχει σοβαρούς λόγους που ζωγραφίζει.
Αλλιώς τί;
Το στοίχημα θα άξιζε τον κόπο;
Λήδα Παναγιωτοπούλου
φιλόλογος – συγγραφέας
Υποδεικνύοντας τον εσωτερικό κόσμο
–
Νίκος Οικονομίδης, 50/30 (50 χρόνια ζωγραφική, 30 χρόνια μετά· Χρυσόθεμις: 1988-2018), Εκδόσεις «Τέχνης Οίστρος», Αθήνα 2018, σελ. 180.
Πενήντα χρόνια μετά το πρώτο του ζωγραφικό έργο το 1968 και τριάντα χρόνια έπειτα από την πρώτη του έκθεση στη γκαλερί Χρυσόθεμις το 1988, ο ζωγράφος Νίκος Οικονομίδης εκδίδει το 2018 το λεύκωμα 50/30, όπου περιλαμβάνονται περισσότερα από 320 προσωπικά του έργα, επιλεγμένα από ένα σύνολο 5875 έργων τα οποία παράχθηκαν κατά τη διάρκεια μιας εξαιρετικά γόνιμης διαδρομής πενήντα ετών. Τα έργα είναι ταξινομημένα στα δύο κύρια μέρη του τόμου («Μέρος Α, 50 χρόνια ζωγραφική» και «Μέρος Β, 30 χρόνια μετά»), όπου οργανώνονται σε έξι συνολικά χρονικές ενότητες (στο Μέρος Α οι εξής τρεις: «Ενότητα Ι 1968-1971», «Ενότητα ΙΙ 1972-1973», «Ενότητα ΙΙΙ 1983-1987»· και στο Μέρος Β οι τρεις επόμενες: «Ενότητα Ι 1988-1998», «Ενότητα ΙΙ 1999-2008», «Ενότητα ΙΙΙ 2009-2018»). Περιλαμβάνονται επίσης εισαγωγικά κείμενα της Ζωής Ψαρρού, του Γιώργου Μαρκόπουλου, της Λήδας Παναγιωτοπούλου και του ίδιου του Οικονομίδη, παράρτημα με τους τίτλους των έργων του ζωγράφου, αναλυτικό χρονολόγιο-βιογραφικό, καθώς και επιλογικό ανθολόγιο με κριτικά κείμενα.
Οι χρονικές περίοδοι στις οποίες διακρίνει ο Οικονομίδης το έργο του αντιστοιχούν είτε σε διαφορετικές περιόδους του βίου του είτε σε διαφορετικές φάσεις των καλλιτεχνικών του αναζητήσεων. Ο ζωγράφος κατατοπίζει τον αναγνώστη για τις επιλογές αυτές της ταξινόμησης, ενώ η ζωντανή αφήγησή του προσλαμβάνει και χαρακτήρα μυθιστορηματικό, με το ξεκίνημα μιας πορείας κατά την οποία ο ίδιος παραμέλησε, για χάρη της ζωγραφικής, το εξατάξιο τότε Γυμνάσιο, διέψευσε τις προσδοκίες του πατέρα του να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση, επιχείρησε να δραπετεύσει από το ασφυκτικό περιβάλλον της χούντας, αναζητώντας προοπτικές για εικαστικές σπουδές στο εξωτερικό. Για την επίτευξη του στόχου του είχε εργαστεί για λίγους μήνες σε κεραμικά στο Θησείο, ώσπου να συγκεντρώσει το απαραίτητο χρηματικό ποσό με το οποίο θα πλήρωνε την εγγύηση για τον στρατό, πριν από την αναχώρησή του για το εξωτερικό. Ο Οικονομίδης, αναφερόμενος στις σπουδές του στην Αγγλία, επισημαίνει τις επιρροές που δέχτηκε από τον κυβισμό και τον Πικάσο, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «[…] Δεν με ενδιέφερε η εποχή της αφαίρεσης, της εννοιολογικής, του δήθεν… Ήθελα κάτι πιο χειροπιαστό, έντονο, αλλά αληθινό. Και το βρήκα στον ρεαλισμό και τον κυβισμό. Ενάντια στα σύγχρονα ρεύματα, ποτέ με τους πολλούς. Μια πορεία μοναχική. […]»
Η επίδραση που άσκησαν στον ζωγράφο ο ρεαλισμός κι ο κυβισμός αποτυπώνεται στα έργα του, με την «απεικονιστική» αφαίρεση να είναι κατά κανόνα παρούσα σ’ αυτά, μα και με απούσα την «εννοιολογική» αφαίρεση, όπως σημειώνει ο Οικονομίδης, καθώς το μήνυμα στους πίνακές του είναι υπαρκτό κι εκπέμπεται. Η διαίρεση του κάδρου σε γεωμετρικά σχήματα άλλοτε αναδεικνύει επιμέρους θέματα κι άλλοτε ρυθμίζει τη διασπορά του φωτός. Πρόκειται, όμως, παράλληλα και για μια γεωμετρία «απελπισμένη», όπως δηλώνεται και στον τίτλο του πίνακα «…“της απελπισμένης γεωμετρίας ο εραστής” – 3 ποιητές», εφόσον αυτή πάντοτε διαχέεται στον χώρο και χάνει την αυστηρότητά της, μέχρι που θαμπώνει και μεταλλάσσεται στο περιβάλλον φόντο. Στο ίδιο πνεύμα, τα περιγράμματα συνήθως δεν είναι αυστηρά. Στο αποτέλεσμα αυτό συντελεί η διάχυση του χρώματος αλλά και η καμπύλωση των γραμμών, οι οποίες μοιάζουν να παρακολουθούν την ανεπαίσθητη κλίση στους κίονες του Παρθενώνα. Το θάμπωμα μορφών ή αντικειμένων κάποτε αποσκοπεί στην προβολή συγκεκριμένου θέματος, όπως στον πίνακα «Μεταμορφώσεις μετά την ήττα», όπου θολώνουν τα πάντα, ώστε να προβληθεί με ευκρίνεια το υψωμένο αγωνιστικά χέρι, το οποίο δίνει το σύνθημα της συνέχειας και όχι της παραμονής στην ήττα. Οι πίνακες του Οικονομίδη, παρά τη διάχυση, εκπέμπουν ταυτόχρονα μια διαύγεια, σ’ έναν ιδιαίτερο συνδυασμό θολώματος-διαφάνειας.
Η διάχυση των περιγραμμάτων συναινεί σε μια αλληλοδιείσδυση επιπέδων, χώρων, σκηνικών. Τα πλαίσια σπάζουν, οι φιγούρες είναι ταυτόχρονα μπροστά και πίσω από το φόντο («Οι δυο κι η νύχτα»). Άνθρωποι, οχήματα, δρόμοι , κτίρια γίνονται μία μάζα, ένας πολτός που χωνεύει τα πάντα, ισοπεδώνει τον άνθρωπο, τον αφομοιώνει, τον «τσιμεντώνει», τον θυσιάζει στα θεμέλια του σύγχρονου γεφυριού της Άρτας («Δρόμος της Αθήνας – Αριστείδου β΄»). Ο εσωτερικός κι ο εξωτερικός χώρος συναιρούνται. Το έξω βρίσκεται μέσα, το μέσα ταυτόχρονα έξω. Το αστικό τοπίο δεν φαίνεται απλώς από το παράθυρο, αλλά εισβάλλει μέσα στο σπίτι. Το παράθυρο, πάλι, εκβάλλει στον εξωτερικό χώρο και στέκεται εκεί («Στο Ναύπλιο»). Η ίδια «εκβολή» ισχύει για τον σκύλο, που γίνεται ένα με το δάπεδο(«“Χρυσές” Ήρα και Γκρέτα»). Με την εξαΰλωση των μορφών μπορεί να τονίζεται η πνευματικότητά τους, ακόμη κι ο έρωτας («Οι δυο κι η νύχτα»).
Άλλες φορές, ο Οικονομίδης επιλέγει την απεικόνιση χωρίς προοπτική. Τα τραπέζια του συχνά είναι δισδιάστατα, όχι τρισδιάστατα. Τα αντικείμενά τους στέκουν, όλως παραδόξως, όρθια πάνω σε τάβλα επίσης όρθια, κάθετη στο δάπεδο, από την οποία θα έπρεπε να γλιστρούν και να πέφτουν («Τραπέζι με σκύλο»). Η μαγική αυτή λειτουργία προβάλλεται εμφαντικότερα όταν το τραπέζι μετατρέπεται σε μαγικό καθρέφτη, που δεν αντικατοπτρίζει τα σπίτια στη γυάλινή του επιφάνεια, παρά τα περιέχει, και μάλιστα εντός πλαισίου κορνίζας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο σπίτια περιέχονται και μέσα σ’ ένα δωμάτιο, πλάι στο πάτωμα («Σπίτια σε… τραπέζι»). Ακυρώνοντας την τρίτη διάσταση στην αποτύπωσή της από τα ζωγραφικά πινέλα, ο Οικονομίδης την εισάγει, αντισταθμιστικά, με τρόπο υλικό, επικολλώντας στον αρχικό του καμβά επάλληλα φύλλα ή χαρτόνια και προσδίδοντας στα έργα του έναν ιδιότυπο όγκο. Με τις τεχνικές του, τίποτα δεν παραμένει αυτονόητο· τα πάντα καθίστανται σχετικά και δυναμικά.
Την υπόσταση του εκπεμπόμενου μηνύματος ενισχύει η χρήση του χρώματος, μέσω της οποίας διευθετείται και το φως στους πίνακες του Οικονομίδη. Οι φυλακές πολιτικών κρατουμένων στον Ωρωπό τίθενται στο φόντο, με το συρματόπλεγμα να στέκει με νόημα σε πρώτο πλάνο («Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό»· τίτλος προερχόμενος από το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη). Η απορρέουσα από τη φυλακή ψυχική διάθεση αντανακλάται στα χρησιμοποιούμενα χρώματα: μαύρα, γκρίζα, γενικώς μουντά. Το μουντό των αστικών τοπίων σχολιάζει και τη γκρίζα ζωή μέσα στις σύγχρονες τσιμεντουπόλεις («Η μοναξιά της πολυκατοικίας» και «Η μοναξιά της πολυκατοικίας ΙΙΙ»). Εκεί ωστόσο ανθίζει και το χρώμα σε μεμονωμένες ανθρώπινες φιγούρες που ξεπροβάλλουν στα μπαλκόνια, μέσα απ’ τους τσιμεντένιους όγκους. Ο Οικονομίδης έχει ιδιαίτερη σχέση με το μπλε και τις αποχρώσεις του, οι οποίες, στο πλαίσιο των θαλασσινών του τοπίων, περιβάλλοντας τις χάρτινες βαρκούλες του, εκπέμπουν μια παιδικότητα, μια αγνότητα. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό, όμως, στο έργο του είναι το πορτοκαλί, το πύρινο και λαμπερό, με τη θερμότητα που εκπέμπει («Μπαλκόνι και σκαλάκια», «Ύδρα», «Η γέφυρα ενός ποταμού…»). Μάλιστα, η θέρμη στο πορτοκαλί του Οικονομίδη καθίσταται ικανή να εμφυσήσει πνοή ακόμη και στη νεκρή φύση («Νεκρή φύση», 1972, πλαστικό σε χαρτί).
Το ίδιο σθεναρό πορτοκαλί φωτίζει και τις προσωπογραφίες του Οικονομίδη. Ο ζωγράφος σχολιάζει ότι με τους ανθρώπους αρχίζει να ασχολείται ουσιαστικά από το 1999 κι εξής, κι ενώ μέχρι τότε απουσίαζαν από το έργο του. Οι προσωπογραφίες του Οικονομίδη είναι ένα εσωτερικό ταξίδι. Εκτεινόμενες από φίλους του ποιητές μέχρι συγγενικά πρόσωπα και τον ίδιο του τον εαυτό, βρίσκουν τη χαρακτηριστικότερή τους ίσως έκφραση στο πρόσωπο της Λήδας Παναγιωτοπούλου, συζύγου, συντρόφου ζωής του ζωγράφου. Το άλλοτε φωτεινότερο κι άλλοτε θερμότερο πορτοκαλί στο πρόσωπο της Λήδας τονίζει την έκφραση του προσώπου, σε μια ιδιότυπη, οξύμωρη εκφραστικότητα, που απορρέει από την απουσία έκφρασης και την προσήλωση στο ταξίδι της σκέψης («Λήδα», 1985, λαδοπαστέλ σε χαρτί). Η ματιά της Λήδας ταξιδεύει με βλέμμα απλανές, βαθιά εσωτερικό, στραμμένο σ’ ένα απροσδιόριστο «έξω», το οποίο υποδεικνύει εντέλει τον εσωτερικό κόσμο («Πορτρέτο Λήδας ’88», 1988, λάδι σε μουσαμά).
Η ψυχολογική προσέγγιση του Οικονομίδη παρίσταται ακόμη και σε πίνακες που φαντάζουν ρεαλιστικότατη αποτύπωση του εξωτερικού περιβάλλοντος, όπως συμβαίνει με τους πίνακες «Λιμάνι – γερανοί» και «Λιμάνι – γερανοί ΙΙ». Οι λεπτομέρειες με τις οποίες απεικονίζεται το περιβάλλον του λιμανιού, με τους γερανούς, τα πλοία, τα κτίσματα του λιμανιού, είναι εντυπωσιακές, όμως εντέλει όλος ο βαρύς μεταλλικός σκελετός των πλοίων και των γερανών ορίζεται από ένα φόντο, τον ουρανό, που δεν είναι ούτε λαμπερός, ούτε γαλανός, ούτε ηλιοφώτιστος· είναι μουντός, γκρίζος, βροχερός, ψυχρός, κι αποπνέει το χλώμιασμα και την αμηχανία του απρόσωπου, αφιλόξενου χώρου των βαρέων εργοταξίων.
Το λεύκωμα του Οικονομίδη, βέβαια, δεν έχει αυτόνομη εικαστική λειτουργία. Οι στίχοι των ποιητών με τους οποίους ο ζωγράφος επενδύει τον τόμο, ενισχύουν το καλλιτεχνικό του σχόλιο. «Από δω θάβουμε τους πεθαμένους./ Από κει θάβουμε τους ζωντανούς./ Έχουμε κι άλλες επιλογές./ Μένουμε σε σύγχρονη πόλη», παραθέτονται οι στίχοι του Γιάννη Κοντού («Δευτερόλεπτα του φόβου»), σε απόλυτη σύμπλευση με το πνεύμα του Οικονομίδη για τη μοναξιά των τσιμεντένιων μεγαλουπόλεων. Οι στίχοι, πάλι, της Βάσως Αλαγιάννη από το τραγούδι της «Απόψε σιωπηλοί», εμπνέοντας τη δημιουργία του ομότιτλου πίνακα, εκφράζονται με τη μορφή του άντρα και της γυναίκας που κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα, που δεν κοιτάζονται μεταξύ τους, που δεν έχουν καν χαρακτηριστικά προσώπου. Ακόμη και το πέρασμα του χρόνου στην καλλιτεχνική δουλειά του Οικονομίδη δηλώνεται με τον στίχο του Καβάφη «Πώς πέρασαν τα χρόνια» («Απ’ τες εννιά»).
Οι πτυχές του σύγχρονου βίου που καθιστούν τον κόσμο αφιλόξενο κι εμπνέουν τον Οικονομίδη επεξηγούνται πολύ χαρακτηριστικά από τον ίδιο στα επιλογικά τού τόμου δικά του ποιήματα. «Θυμωμένοι άνθρωποι σε “θυμωμένες” πόλεις./ Η ανθρώπινη ταλαιπωρία στο τέλος του αιώνα…// Υ.Γ. και μη με πείτε απαισιόδοξο… ΕΙΜΑΙ.» Η απαισιοδοξία του ζωγράφου, ωστόσο, αντιπαλεύεται από τη δημιουργική του ανάγκη. «Όμως, τα όνειρα επιμένουν και η/ διάθεση για αντίσταση υπάρχει,/ παρά τις αντιφάσεις μας, παρά/ τη μοναξιά μας, η διάθεση για/ αντίσταση υπάρχει.» Η υπαρκτή τούτη διάθεση για αντίσταση είναι, άλλωστε, εκείνη που πυροδοτεί μία εξαιρετικά πλούσια έκφραση και τη γονιμοποιεί στο σημαντικό σε όγκο και αξία έργο του καλλιτέχνη.
Γιάννης Στρούμπας
ΝΙΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Γεννήθηκε το 1953 στον Πειραιά. Σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήρι του Γιώργου Βογιατζή και στην Αγγλία (Μπρίστολ – Filton Tech. College και Λονδίνο Slade School of Fine Arts). Έχει πραγματοποιήσει, μέχρι τώρα, 22 ατομικές εκθέσεις και πολλές ομαδικές σε Ελλάδα, Κύπρο, Αγγλία και Βέλγιο. Έχει εκδώσει 4 βιβλία:
1) ΚΙΤΡΙΝΟ και ΜΑΥΡΟ
2) ΣΤΙΧΟΙ στο ΚΑΒΑΛΕΤΟ
3) Τα ΤΡΑΠΕΖΙΑ που ΜΙΛΟΥΝ
4) 50 / 30